Απ’ τα διασωθέντα έργα της
αρχαίας γραμματείας, τα λυρικά ποιήματα παρουσιάζουν την πιο αποσπασματική
μορφή. Γράμματα εδώ κι εκεί, κολοβές λέξεις, μισοτελειωμένες φράσεις,
σπαράγματα στίχων. Κι απέναντι, ο αναγνώστης να προσπαθεί να διαβάσει, να
νοηματοδοτήσει, να καταλάβει, να ερμηνεύσει. Οι εκδότες των αρχαίων κειμένων
έχουν επινοήσει διάφορους τρόπους για να αποκαταστήσουν την αρχική μορφή τους: τελείες
για να σημάνουν τα γράμματα που λείπουν, αγκύλες για τις δικές τους προσθήκες
κτλ. Επιστρατεύουν και τις γνώσεις του αρχαίου μέτρου, πληροφορίες από άλλους αρχαίους
συγγραφείς, την κατανόηση του αρχαίου λυρισμού, και καταφέρνουν κάποιες φορές
να μας δώσουν μια τέτοια εικόνα:
.].ε̣.[....].[...κ]έλομαι σ.[
..].γυλα.[...]α̣νθι λάβοισα.α.[
..]κτιν, ἆσ̣ σε δηὖτε πόθος τ̣.[
ἀμφιπόταται
..].γυλα.[...]α̣νθι λάβοισα.α.[
..]κτιν, ἆσ̣ σε δηὖτε πόθος τ̣.[
ἀμφιπόταται
τὰν κάλαν· ἀ γὰρ κατάγωγις αὔτ̣α[
ἐπτόαισ' ἴδοισαν, ἔγω δὲ χαίρω,
καὶ γ̣ὰρ αὔτ̣α δήπο̣[τ'] ἐμεμφ[
Κ]υπρογεν[ηα
ὠ̣ς ἄραμα̣[ι
τοῦτο τῶ[
β]όλλομα̣[ι
Αλλά και πάλι, από τη σκοπιά του
νοήματος τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Τι κάνει λοιπόν ο αναγνώστης που
προσπαθεί μάταια να καταλάβει; Απελπίζεται; Όχι. «Η προσήλωση του μεταφραστή
των αρχαίων λυρικών», σημειώνει ο Γιάννης Δάλλας, «αποσκοπεί στην ανάδειξη ως
αξίας του αποσπάσματος. Αποσπάσματος ενός απολεσθέντος ή ανεύρετου προς το
παρόν, και όμως αναγνωρίσιμου, ολοκληρώματος». Αν και το ολοκλήρωμα σ’ αυτή την
περίπτωση παραμένει ευσεβής πόθος, η ολοκλήρωση μπορεί να συντελεστεί μέσα στο
μυαλό του αναγνώστη. Το ανθρώπινο μυαλό από τη φύση του έχει την τάση να
συμπληρώνει τα κενά, να συσχετίζει, να κάνει συνειρμούς, να λειτουργεί
συμβολικά, να κάνει δηλαδή όλες αυτές τις ενέργειες που εμπεριέχονται στον όρο
φαντασία, ώστε να δώσει νόημα στα πράγματα. Άλλωστε αυτή δεν είναι και η βασική
λειτουργία της ανάγνωσης, να συμπληρώνει τα κενά –ερμηνευτικά ή άλλα- ακόμη και
σε ένα κείμενο που παρουσιάζεται ολοκληρωμένο;
Αλλά ακόμα και από ένα τέτοιο κείμενο, δεν συγκρατούμε στο μυαλό μας παρά μόνο μερικά αποσπάσματα τα οποία επεξεργαζόμαστε προς νέες κατευθύνσεις, ανοίγοντας νέες ερμηνείες, δημιουργώντας νέα κείμενα; Τελικά, η ερμηνεία είναι μια αμφίδρομη διαδικασία· ποτέ δε βρίσκεται μόνο από τη μια μεριά, είτε του αναγνώστη είτε του κειμένου. Το απόσπασμα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί απλώς την αφορμή μιας διαδικασίας που ούτως ή άλλως θα γινόταν, και που καταλήγει, σωστή ή λάθος δεν έχει σημασία, σε ερμηνείες όπως αυτή του Ελύτη:
Αλλά ακόμα και από ένα τέτοιο κείμενο, δεν συγκρατούμε στο μυαλό μας παρά μόνο μερικά αποσπάσματα τα οποία επεξεργαζόμαστε προς νέες κατευθύνσεις, ανοίγοντας νέες ερμηνείες, δημιουργώντας νέα κείμενα; Τελικά, η ερμηνεία είναι μια αμφίδρομη διαδικασία· ποτέ δε βρίσκεται μόνο από τη μια μεριά, είτε του αναγνώστη είτε του κειμένου. Το απόσπασμα στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί απλώς την αφορμή μιας διαδικασίας που ούτως ή άλλως θα γινόταν, και που καταλήγει, σωστή ή λάθος δεν έχει σημασία, σε ερμηνείες όπως αυτή του Ελύτη:
]ν[ [κ]έλομαι σ[ε Γο]γγύλα
[πέφα]νθι
λάβοισα μα[
γλα]κτίναν∙ σὲ δηῦτε πόθος
τ[έαυτος] ἀμφιπόταται
τὰν κάλαν∙ ἀ γὰρ κατάγωγις
αὔτα[
ἐπτόαισ’ ἴδοισαν∙ ἔγω δὲ χαίρω∙
καὶ γὰρ αὔτα δὴ τ[όδ]ε
μέμφ[εταί σοι
Κ]υπρογένηα
τ]ᾶς ἄραμα[ι τοῦτο τω] β]όλλομα[ι
Γύρνα πάλι κοντά μου σ’ εξορκίζω
Γογγύ
λα· το χιτώνα φορώντας το λευκό
σα γάλα
πάλι φανερώσου·
όμορφη· νά ‘ξερες τι λα
χτάρες μου γεννάς έτσι ντυμένη!
και πώς
νιώθω χαρούμενη που όχι εγώ μα η
θεά μας
η ίδια σου το λέει· σα να σε
μαλώνει·
που
τόσα χρόνια την παρακαλώ και την
παρα
καλώ
Οι μικρές διαφορές που
πρατηρούνται ως προς το πρώτο απόσπασμα που πήρα από τον Θησαυρό της Ελληνικής
Γλώσσας (TLG)
οφείλονται στη διαφορετική έκδοση (Les Belles Lettres) που χρησιμοποιεί ο Ελύτης. Παρόλ’ αυτά, τα κενά του
προηγούμενου αποσπάσματος έχουν συμπληρωθεί, η νοηματοδότηση έχει ολοκληρωθεί.
Χρειάζεται τόλμη (λυρική τόλμη θα έλεγε ο Ελύτης) για να το κάνεις αυτό –και
ακόμα μεγαλύτερη τόλμη να ντύσεις αυτό το σπάραγμα με μουσική ολοκληρώνοντας
έτσι την οριστικά χαμένη μορφή του, αυτή του αρχαίου τραγουδιού.
Αλλά η αρχαία λυρική ποίηση, λέει
ο Γιάννης Δάλλας, προέρχεται από μια εποχή που «είναι ανοιχτή και εν εξελίξει
και παρόμοια ανοιχτή και ασυμπλήρωτη είναι και η ποίηση που την εκπροσωπεί. Όχι
μονοκεντρική και οριστικά τελειωμένη, αλλά πολυκεντρική και τελειούμενη εν
προόδω». Και κάποιες φορές αυτή η τελείωση φαίνεται να επιτυγχάνεται. Κάτι
κάποια νέα παπυρικά σπαράγματα, κάτι η καλύτερη γνώση της αρχαίας αρμονίας και
των αρχαίων μουσικών οργάνων, κάτι το όνομα μιας νέας φίλης, κάτι και οι πολλές
φαντασίες τόσων αναγνωστών στο πέρασμα του χρόνου, και το απόσπασμά μας αλλάζει
μορφή και νόημα.
Το αρχαίο τραγούδι λοιπόν, από το
πρώτο βιβλίο των Μελών της Σαπφώς δεν είναι ένα κάλεσμα στη Γογγύλη, αλλά στην
Αβανθίδα να πιάσει την άρπα της και να παίξει για τη Γογγύλη! Νάτο λοιπόν,
παρουσιασμένο από το Γιάννη Δάλλα:
ΠΡΟΣ ΓΟΓΓΥΛΗΝ
[Τυί]δε μ[οι νύκ]τ[ος, κ]έλομαί
σ’, ἄ[πελθε,]
[Γόγ]γυλᾳ Ἀβ]ανθὶ, λάβοισα Λύδα[ν]
[πᾶ]κτιν· ἀ[ἰ] σε δηὖτε πόθος τι[ς
ἄμμος]
ἀμφιπόταται
τὰν κάλαν· ἀ γὰρ κατάγωγις αὔτα
ἐπτόαισ’ ἴδοισαν, ἔγω δὲ χαίρω.
καὶ γὰρ αὔτα δή π[οτ’] ἐμεμφ[όμαν
τὰν]
[Κ]υπρογέν[ηαν·]
ἆς ἄραμα[ι
τοῦτο τὦ[πος
[β]όλλομα[ι]
ΓΙΑ ΤΗ ΓΟΓΓΥΛΗ
Έλα, Αβανθίδα, σε ικετεύω
για τη Γογγύλα, πιασ’ τη λυδική
σου
άρπα, η καρδιά μου πεταρίζει
γύρω της πάλι·
την όμορφη! με τη συρτήν εσθήτα,
σκίρτησες που την είδες κι εγώ
χάρηκα,
γιατί είναι αυτή που η ψογερή [
θεά της Κύπρου.
Κι όπως ικετεύω [
μ’ αυτά τα λόγια [
θέλω [