Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Marlboro country, ή πως μπορείς να δηλώνεις περήφανος για τη χώρα σου και την ίδια ώρα να της πετάς σκατά.

Σημείωση: Το παρακάτω αφήγημα στηρίζεται σε φανταστικά γεγονότα και κάθε ομοιότητα με πραγματικά περιστατικά και πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική.

Πρωινό Δευτέρας. Η πόλη σε γρήγορους ρυθμούς μετά τη ραστώνη του σαββατοκύριακου. Σινεμά Ολύμπιον. Για καφέ ψηλά στο Δωμάτιο με θέα. Και τι θέα! Ο Θερμαϊκός να στραφταλίζει στον πρωινό χειμωνιάτικο ήλιο και στο βάθος του ορίζοντα ο χιονισμένος Όλυμπος... Και τα Πιέρια να ξεμυτίζουν στην άκρη του κάδρου... Έχοντας μετακομίσει τελευταία στην απέναντι ακτή της Πιερίας συνήθισα να κοιτάω τη Θεσσαλονίκη αλλιώς. Όποτε κατεβαίνω αυθημερόν στην πόλη είναι σα να περνάω από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Έχει μια γοητεία αυτό το πίσω μπρος, η καλή και η ανάποδη.

Σήμερα κατέβηκα να δω το φίλο μου το Haarat. Ήρθε πριν λίγες μέρες από την Αγγλία, όπου ζει μόνιμα για πάνω από είκοσι χρόνια. Σκοπός του ταξιδιού του να μάθει ελληνικά και να διερευνήσει τις δυνατότητες για τη μόνιμη μετεγκατάστασή του στην Ελλάδα.
-Aristotelis square, μου λέει.
-Ναι, η πλατεία Αριστοτέλους, απαντώ.
-Γιατί Αριστοτέλους; απορεί.
- Γιατί, φίλε μου Haarat, η λέξη Αριστοτέλης είναι στη γενική. Ο Αριστοτέλης, του Αριστοτελους. Αυτή είναι η πλατεία του Αριστοτέλους, εξήγησα αναλαμβάνοντας ρόλο δασκάλου.
Κοίταξα την οβάλ πλατεία, μισή στη στεριά και η άλλη μισή μπαίνει στη θάλασσα θαρρείς. ...Με τις δυο μεγάλες λεωφόρους να τη σκίζουν κάθετα, τίγκα στο αυτοκίνητο ...με τις πλαστικές ομπρέλες των τάχα μου κυριλέ καφεμπάρ ...με το καχεκτικό γκαζόν και τα κακομοιριασμένα δεντράκια... Η πλατεία του Αριστοτέλους... Ο Αριστοτέλης χαλκευμένος σε στιλ ξωμάχου που απόκαμε να κάθεται παραγκωνισμένος ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα και τις φουφούδες που ζεσταίνουν τους μουράτους και καλά της πόλης.... Όταν συνέρχεσαι απο τη μαγεία του ορίζοντα, σου βγάζει μια μιζέρια...
-Λοιπόν, το αποφάσισες; Θα έρθεις τελικά Ελλάδα; ρωτάω.
-Έτσι σχεδίαζα, μου λέει. Ξέρεις ...τα χάλασα τελικά με τη φίλη μου.
Ο Haarat διατηρούσε εδώ και καιρό δεσμό με μια παντρεμένη με παιδί. Έτσι γίνεται, του είχε εξηγήσει, στην Ελλάδα. Όταν είσαι παντρεμένος ή παντρεμένη έχεις τον άντρα σου ή τη γυναίκα σου και παράλληλα τον εραστή ή την ερωμένη σου... Και ζεις μια διπλή ζωή. Κανονικά.
-Δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτό, μου λέει.
-Ούτε κι εγώ, του απαντώ. Αρκεί κάποιος να περνάει καλά... Αν αυτό τον ευχαριστεί ...κανένα πρόβλημα.
-Γενικά, στην Ελλάδα σας αρέσει να περνάτε καλά. Πού βρίσκετε τόσα λεφτά;
Ο Haarat έκανε την ίδια παρατήρηση που κάνουν όλοι οι ξένοι που επισκέπτονται την Ελλάδα. Απορούν πως σε μια τόσο φτωχή χώρα, με τους χαμηλότερους μισθούς και τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη, οι Έλληνες είναι στους δρόμους, διασκεδάζουν, ψωνίζουν και περνούν ...με τσιγάρο, πρέφα και φραπέ.
-Πλαστικό χρήμα, δάνεια, ακάλυπτες επιταγές, φοροκλοπές, απατεωνιές, αντέτεινα. Κι όλα αυτά για τη φιγούρα, για τη μόστρα, για το κομμάτι μας.
-Κι αξίζει να ζεις έτσι εις βάρος της χώρας σου; με κεραυνοβόλησε. Δουλεύω σε μια εταιρεία ιατρικού εξοπλισμού, έρχομαι συχνά στην Ελλάδα, συναλλάσσομαι με τα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές. Πολλές φορές οι γιατροί ζητάν αύξηση σ’ ένα προϊόν γιατί θέλουν να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο. Μια αύξηση 100 ευρώ σ’ ένα προϊόν που κοστίζει 300 για έναν άνθρωπο που το χρησιμοποιεί δυο φορές το μήνα στη θεραπεία του σημαίνει ένα ετήσιο κόστος 5000 ευρώ περίπου. Διαμαρτύρεται ο φτωχός ασθενής για την τιμή, η μητρική εταιρία το αύξησε έρχεται έτοιμη η απάντηση, τα ασφαλιστικά ταμεία το επιβαρύνονται. Και όλα αυτά γιατί; Για να έχει δυο τρία αυτοκίνητα ο γιατρός –μια πόρσε απαραιτήτως- ένα πολυτελές σπίτι στην πόλη, ένα εξοχικό στη Χαλκιδική...
-Ένα σαλέ στη Βουλγαρία, συμπλήρωσα. Είναι πολύ της μόδας τελευταία.
- ...Όταν είσαι γιατρός πρέπει να νοιάζεσαι για τον ασθενή σου, έχεις ευθύνη γι’ αυτόν, δεν μπορείς να τον βλέπεις σα χρήμα, μαύρο χρήμα, κάτω από το τραπέζι...
Τις τελευταίες φράσεις τις είπε στα ελληνικά. Πράγματι, είναι αυτές που πρέπει πρώτα να μάθει ένας ξένος που σκοπεύει να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα.
- ...Στην Αγγλία όταν είσαι δημόσιος υπάλληλος είσαι περήφανος γιατί εκπροσωπείς το κράτος και είσαι υπεύθυνος για την εικόνα του προς τα έξω. Εδώ γίνεσαι δημόσιος υπάλληλος για να κλέβεις το κράτος. Πώς θα πληρώσει αυτό το κράτος τα έξοδα για την παιδεία; Για την υγεία; Για την πρόνοια; Είναι σα να πετάς σκατά στην ίδια σου τη χώρα. You bullshit your country, man.
- Τότε γιατί επιμένεις να μετακομίσεις στην Ελλάδα; ρώτησα.
- Στην Αγγλία, ξέρεις, βρίσκω ένα οργανωμένο κράτος, ένα καλό σύστημα υγείας, είχα μια καλή εκπαίδευση. Όταν πήγα εκεί για να σπουδάσω, έφυγα από την Αίγυπτο με μια βαλίτσα στο χέρι. Τίποτα άλλο. Οι άνθρωποι μου φέρθηκαν ευγενικά, εκτίμησαν τα προσόντα μου, αδιαφόρησαν για την καταγωγή μου και το χρώμα μου. Και τώρα έχω μια καλή δουλειά, με καλά χρήματα που μου δίνει τη δυνατότητα να ταξιδεύω σ’ όλο τον κόσμο. Μιλάω με τους Έλληνες εκεί, αισθάνονται περήφανοι για την Ελλάδα, την καλύτερη χώρα για διακοπές, ο αρχαίος πολιτισμός, εμείς οι Έλληνες... Όταν τους λέω ότι θα πάω να μείνω στην Ελλάδα για πάντα, τρελός είσαι, κραυγάζουν, θα αφήσεις τον παράδεισο για να πας στην κόλαση; μου λεν. Πώς είναι δυνατό να αισθάνεσαι περήφανος για τη χώρα σου και την ίδια ώρα να της πετάς σκατά;
Ο Haarat μου θύμισε τη συμπεριφορά πολλών Ελλήνων του εξωτερικού. Στις χώρες που διαμένουν εφαρμόζουν κατά γράμμα όλους τους κώδικες κοινωνικής ζωής, τους ξεχνούν όμως όταν έρχονται στην Ελλάδα. Η ξαδέρφη μου στη Σουηδία δεν έχει αυτοκίνητο. Το υψηλό κόστος συντήρησης κάνει απαγορευτική τη χρήση του και ο επιπρόσθετος φόρος για τη ρύπανση σε κάνει να σκεφτείς θες δε θες το περιβάλλον. Και ξεχωρίζει τα σκουπίδια, ένα ένα, αλλιώς η κοινωνική δυσφήμιση θα την ακολουθεί. Εδώ στην Ελλάδα όμως έχει αυτοκίνητο αν και έρχεται μόνο δυο μήνες το χρόνο. Και το χρησιμοποιεί για να πάει μια απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια. Και δεν ξεχωρίζει τα σκουπίδια αν και οι κάδοι ανακύκλωσης βρίσκονται έξω από την πόρτα της. Έχει δίκιο ο Haarat. Δεν αγαπάς έτσι τη χώρα σου. Απλώς της πετάς σκατά.
- Αλλά δε μου είπες, γιατί θέλεις να μείνεις εδώ;
- Χθες πήγα σ’ ένα χωριό κοντά στην Έδεσσα. Με φιλοξένησε ένας φίλος που ζήτημα είναι να τον έχω δει κανά δυο φορές στα τέσσερα πέντε χρόνια που τον ξέρω. Οι γονείς του έγιναν θυσία, μου άνοιξαν το σπίτι τους αν και δε με γνώριζαν. Βγήκαμε για καφέ, για φαγητό, το βράδυ για ποτό. Την άλλη μέρα με ήξερε όλο το χωριό. Γειά σου Haarat, με χαιρετούσαν. Ήρθαν και οι θείες. Αγοράκι μου, ματς μουτς. Κανείς τους δε με γνώριζε. Βρήκα ανθρώπους με ζεστή καρδιά. ...Αλλά πως γίνεται αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι να μην εμπιστεύονται τους συνανθρώπους τους;
Ο Haarat αναφερόταν στη συζήτηση που είχε ανοίξει κάποιος από το σόι, προκειμένου να βρει συνεργείο για το αυτοκίνητό του. Κι έψαχνε το γνωστό του γνωστού που είχε ένα γνωστό... Κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν. Νομίζει πως όλοι θα τον εξαπατήσουν και, δικαιολογημένα, αφού πρώτα εξαπατά ο ίδιος. Να γιατί όλη μέρα τρέχουν οι Έλληνες στους δρόμους, ψάχνουν κάποιον να εμπιστευτούν. Είναι τόσο κουραστικό. Σου αφαιρεί τόση ενέργεια.

Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ένα σύννεφο είχε σκεπάσει το λαμπρό χειμωνιάτικο ήλιο. Γκριζάρισε ο Θερμαϊκός. Μαύρισε και η πλατεία. Και ξαφνικά μπήκα πίσω από τον καθρέφτη. Είδα μια άσχημη χώρα. Είδα ανθρώπους που έχουν κάνει την απάτη τρόπο ζωής. Στην οικογένεια, στο εμπόριο, στην κοινωνία, στο κράτος. Ανθρώπους που κοιτάζουν καχύποπτα τους άλλους, τους επιβουλεύονται, τους ζηλεύουν, που δεν προχωράνε οι ίδιοι ούτε αφήνουν και τους άλλους να προχωρήσουν. Είδα τον Οθωμανό να εκμοντερνίζεται, να κάνει το ρουσφέτι κονέ. Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις χωρίς κονέ, τα προσόντα δε μετράνε. Και πάνω απ’ όλα το χρήμα. Το μαύρο χρήμα. Είδα όμως και τη ζεστή καρδιά να αχνοφέγγει μέσα στη μαυρίλα. Είμαι αισιόδοξος για τη χώρα σας, είχε πει ο Haarat. Κι εγώ είμαι αισιόδοξος. Και δεν εννοώ αυτη την αισιοδοξία που βγάζουν πολλοί Έλληνες όταν τους επισημαίνεις το έλλειμμα, το δημόσιο χρέος, την ανεργία και χαζολογούν με ένα θα τα καταφέρουμε, περάσαμε και πιο δυσκολα. Αυτή είναι βλακώδης αισιοδοξία. Είμαι αισιόδοξος γιατί πιάσαμε πάτο και δεν έχει πιο κάτω, μόνο πάνω τώρα. ...Από τα σύννεφα είδα μια αχτίδα φωτός. Ασήμισε ο Θερμαϊκός. Άστραψε ο κατάλευκος Όλυμπος. Και είδα τη χώρα όπου μπορούν να γίνουν τα πάντα και τίποτα δε γίνεται. Marlboro country.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Ο αντι-επιστημονισμός της ομάδας Δραγώνα.

Ήξερα ότι το έθνος αποτελεί ένα συμβολικό μόρφωμα. Κοιτάζοντας όμως αυτό τον πίνακα του Εγγονόπουλου, σκέφτομαι ότι το ελληνικό έθνος αποτελεί σουρεαλιστικό μόρφωμα. Πραγματικά, δεν μπορείς να ερμηνεύσεις το σουρεαλισμό του Εγγονόπουλου αν δεν έχεις στο μυαλό σου το μύθο της συνέχειας και της ενότητας του ελληνισμού. Και αντίστροφα αυτός ο μύθος βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στο σουρεαλισμό του Εγγονόπουλου.


Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που το βιβλίο των Άννας Φραγκουδάκη-Θάλειας Δραγώνα προκάλεσε τρικυμία στο διαδίκτυο. Και αναφέρομαι κυρίως στο διαδίκτυο γιατί από εκεί ξεκίνησε η διαστρεβλωμένη παρουσίασή του, που έτυχε χυδαίας εκμετάλλευσης από ακροδεξιούς κύκλους και αναπαράχθηκε εντελώς άκριτα από πλήθος μπλόγκερς. Τις διαστρεβλωμένες απόψεις κατέδειξαν με αναλυτικό τρόπο η Βίκυ Χρυσού και ο Κωνσταντίνος Παραβάτης αντιπαραβάλλοντας τα αποσπάσματα του βιβλίου με τα παραθέματα του διαδικτύου. Επιπλέον, ο Γιάννης Λάζαρης προχώρησε σε μια αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου που ανασκευάζει πλήρως την διαδικτυακή διαστρέβλωση. Σκοπός της δικής μου παρέμβασης είναι να προχωρήσω σε μια αρνητική –το ξεκαθαρίζω- κριτική του βιβλίου, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στην επιστημοσύνη και τη μεθοδολογία των συγγραφέων του.

Οι συγγραφείς του βιβλίου διαπράττουν τα εξής επιστημονικά ατοπήματα: Πρώτον, εκ προοιμίου διάκεινται αρνητικά απέναντι στη διαδικασία συγκρότησης ενός έθνους - γιατι «απαιτεί αρχαϊκές λειτουργίες, που χρησιμοποιούν γενικεύσεις κάνοντας χρήση ανεπεξέργαστων, στοιχειωδών διεργασιών διάσπασης . . . οδηγεί στην αρνητική αξιολόγηση και άρα υποτίμηση όλων των στοιχείων, που αναγνωρίζονται ως ανοίκεια . . . τέλος, η διεργασία της διαφοροποίησης κατασκευάζει ανώτερα και κατώτερα όρια, που συνεχώς δημιουργούν νέες διαφοροποιήσεις, οι οποίες σε κάθε στιγμή υπόκεινται στην ακύρωση τους» - επιδιώκωντας έτσι να προκαταλάβουν και την αρνητική γνώμη του αναγνώστη. Δεύτερον, θεωρούν ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα διαμορφώθηκε και σημαδεύτηκε άπαξ και δια παντός κατά τον 19ο αιώνα, «που διεξαγόταν η πάλη για την οριστικοποίηση των εθνικών συνόρων σε μια εποχή επεκτατισμών, αποικιοκρατίας και των αντίστοιχων ιδεολογιών, που νομιμοποιούσαν αυτές τις πολιτικές», αγνοώντας όλα τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν και μεταμόρφωσαν αυτές τις ιδεολογίες, με κορυφαίο γεγονός την Μικρασιατική Καταστροφή. Με αυτή λοιπόν την ανιστόρητη προσέγγιση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο λόγος των σχολικών βιβλίων για το έθνος, την κουλτούρα, την πολιτισμική ομοιογένεια και την εθνική συνέχεια από την αρχαιότητα εμφανίζεται να παραμένει εγκλωβισμένος στους μύθους και τις αντιφάσεις ενός εθνικισμού του 19ου αιώνα» (τα παραθέματα από την παρουσίαση του Λάζαρη).

Μ’ αυτό τον αντιεπιστημονικό τρόπο οι εν λόγω συγγραφείς συνδέουν την ελληνική εκπαίδευση του 21ου αιώνα με τα πολιτικά γεγονότα του 19ου αιώνα, αγνοώντας επιδεικτικά ότι:

1. Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, η έννοια του έθνους (ο εθνισμός) γνώρισε αρκετές μεταμορφώσεις,
2. Διαφορετικά προσέγγισαν τον εθνισμό οι συντηρητικοί και οι προοδευτικοί (φιλελεύθεροι) Έλληνες διανοούμενοι
3. Η έννοια του έθνους με την παρέμβαση καλλιτεχνών και λογοτεχνών απέκτησε ένα πλούσιο παιδευτικό περιεχόμενο.

Έτσι οι συγγραφείς επιμένουν σε μια μονοσήμαντη έννοια του έθνους που συνδέει ευθύγραμμα, και σχεδόν αδιαμεσολάβητα, το σήμερα με το χθές. Επιπροσθέτως αυτή η έννοια φορτίζεται αρνητικά καθώς, με τον ιδεολογικό λόγο περί ανώτερου/κατώτερου που ενσωματώνει, στιγματίζει την ελληνική κοινωνία σήμερα κατατάσσοντας την στην Ανατολή της Δύσης και στον Νότο του ευρωπαϊκού Βορρά. Πιστεύουν δε ότι η έννοια του έθνους (εθνικισμό την αποκαλούν) αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα ένα ένα, ξεκαθαρίζοντας πρώτα τις έννοιες εθνισμός και εθνικισμός. Ο όρος εθνισμός που χρησιμοποίησα εγώ αναφέρεται στην έννοια του έθνους. Ο όρος εθνικισμός που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς αποτελεί μια από τις μεταμορφώσεις του εθνισμού, και μ’ αυτή πρόκειται να αρχίσω. Όταν το 1847 ο πρωθυπουργός Κωλέττης εκφώνησε τον περίφημο λόγο του στη Βουλή προκειμένου να υπερκεράσει τον διχασμό ανάμεσα στους αυτόχθονες (τους Έλληνες που ζούσαν στα μέχρι τότε όρια του ελληνικού κράτους) και στους ετερόχθονες (τους εκτός των τότε συνόρων Έλληνες), χρησιμοποίησε τον νεολογισμό «Μεγάλη Ιδέα», που έμελλε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της ελληνικής εθνικιστικής πολιτικής για πολλές δεκαετίες. Η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν που οδήγησε στην εθνική ταπείνωση του 1897 και αυτή ήταν που οδήγησε στους θριάμβους των Βαλκανικών πολέμων για να ταφεί οριστικά και τραγικά το 1922 με το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου. Αυτά τα ιστορικά γεγονότα σήμαναν και μια μετατόπιση στο ιδεολογικό πεδίο. «Μέχρι το 1922» γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας στις Μεταμορφώσεις του εθνισμού (πλήρης τίτλος: Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, εκδ. Οδυσσέας, 1989), «το κύριο ζήτημα για το ελληνικό έθνος ήταν πρόβλημα ενότητας και συνέχειας, για αυτό άλλωστε και οι μεταφορές ήταν ανάλογα οργανικές (εθνική ψυχή, ελληνικό πνεύμα), ενώ από το 1923 το ζήτημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς (ελληνικότητα): πώς δηλαδή θα ξεχωρίσουμε από τα άλλα έθνη και πώς θα προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα». Μ’ αυτό τον τρόπο συντελέστηκε η ουμανιστική μεταμόρφωση της Μεγάλης Ιδέας και ο πρότερος επεκτατισμός του έθνους μετουσιώθηκε σ’ έναν πνευματικό εθνισμό.

Προς την κατεύθυνση του πνευματικού εθνισμού σημαντικός υπήρξε ο διάλογος ανάμεσα στους ιδεαλιστές και τους υλιστές διανοούμενους. «Η συμβολή του μαρξισμού στην εκκόλαψη του ιδεολογήματος της ελληνικότητας», επισημαίνει ο Τζιόβας, «υπήρξε έμμεση αλλά καίρια, με το να ωθήσει τους εθνικόφρονες διανοούμενους στο να απεκδυθούν το πατριδολατρικό τους προσωπείο φορώντας το ιδεαλιστικό τους και αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν ή να τροποποιήσουν τον παρωχημένο τους εθνικισμό αντιμετωπίζοντας τη Δύση περισσότερο καλοπροαίρετα και συνάμα ανταγωνιστικά». Ανάσχεση προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε ο «κρατικός εθνισμός» της 4ης Αυγούστου, που διακατεχόταν από έναν απομονωτικό συγκεντρωτισμό. Αυτό το αυταρχικό, σωβινιστικό και λαϊκιστικό κλίμα που καλλιέργησε η 4η Αυγούστου δεν άφησε ανεπηρέαστους ούτε όσους αντιστάθηκαν στο μεταξικό καθεστώς, αναγκάζοντάς τους κι αυτούς να συζητούν για την ελληνικότητα και να προβάλλουν εντονότερα τις λαϊκές ρίζες (Μακρυγιάννης, Θεόφιλος) – στροφή που αναπόφευκτα μεγιστοποιήθηκε από τον πατριωτισμό του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Συνοψίζοντας αυτές τις πνευματικές ζυμώσεις και προκειμένου να καταλάβουμε τη διαφορετική προσέγγιση συντηρητικών και προοδευτικών (φιλελεύθερων) διανοουμένων, θα λέγαμε ότι οι συντηρητικοί διανοούμενοι, από τον Μεταξά και μετά, υιοθετούν μια δογματική θεώρηση της ελληνικότητας και προσπαθούν να την επιβάλλουν κανονιστικά, ενώ οι φιλελεύθεροι αναγκάζονται να προτείνουν μια πιο ευέλικτη και εύκαμπτη άποψη, στην οποία κυρίαρχη θέση έχει η αδιάκοπη επικοινωνία ανάμεσα στα έθνη και η αλληλεπίδρασή τους.

Αυτές τις μεταμορφώσεις του εθνισμού μπορούμε να τις παρατηρήσουμε και στην ελληνική λογοτεχνία. Από την εθνική ανάταση που διαπνέει το Δωδεκάλογο του Γύφτου του Παλαμά – για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί/θα αιστανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά!/τα φτερά,/τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα! – που καθώς εκδόθηκε το 1907 λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, κατανοήθηκε από τους συγχρόνους του σχεδόν προφητικά για το έθνος, ως την κρίση της ελληνικής ταυτότητας που στοιχειώνει το Μυθιστόρημα του Σεφέρη – ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να/τ’ ακουμπήσω – που εκδομένο το 1935 απηχεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, ολη η ελληνική λογοτεχνία μπορεί να ειδωθεί σα μια μελέτη του εθνισμού. Τις ίδιες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε και στη ζωγραφική, από τον νατουραλισμό του Γύζη και του Βολανάκη ως τον μοντερνισμό του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και τον υπερρεαλισμό του Εγγονόπουλου, αλλά και στη μουσική με τις συνθέσεις του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Συνοπτικά θα λέγαμε, ότι όλη η ελληνική πνευματική δημιουργία αποτελεί εντέλει μια προβληματική του εθνισμού, δίνοντας σ’ αυτή την έννοια ένα πλούσιο καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο, που αποκτά συνάμα και παιδευτικό χαρακτήρα με τη διδασκαλία στα σχολεία της Ελλάδας.

Όσον αφορά τώρα τις απόψεις των συγγραφέων του επίμαχου βιβλίου για τον εθνιστικό λόγο περί ανωτερότητας και κατωτερότητας και ότι αυτός αποτελεί τροχοπέδη για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, έχω ασχοληθεί εκτενώς με άλλες μου αναρτήσεις εδώ. Θα συνοψίσω μόνο λέγοντας ότι οι πηγές των εν λόγω συγγραφέων χρειάζονται ενημέρωση καθώς έχουν σταματήσει κάπου στον 19ο αιώνα και δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τις εξελίξεις στη μεταπολεμική, μετα-αποικιοκρατική Ευρώπη. Η έννοια του εθνικού, ανώτερου πολιτισμού εγκαταλήφθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χάριν της πολυπολιτισμικότητας, που αντιμετώπιζε εξίσου όλες τις κουλτούρες μιας χώρας υποβαθμίζοντας τον εθνικό πολιτισμό σε μια από αυτές. Αυτό μοιραία οδήγησε σε μια αμφισβήτηση όλων των αξιών του Δυτικού πολιτισμού που έχουν την αφετηρία τους στο Διαφωτισμό. Η προβληματική που αναπτύσσεται σήμερα αφορά την επαναδραστηριοποίηση αυτών των αξιών χάριν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οι αξίες δηλαδή του Διαφωτισμού που διαμορφώθηκαν και υιοθετήθηκαν από τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη δεν αποτελούν σύμβολα αποκλεισμού των άλλων μη-ευρωπαϊκών λαών, αλλά πρόσκληση για τη συμμετοχή και αυτών των λαών στα αγαθά του δυτικού πολιτισμού και μιας δικαιότερης για όλους κοινωνίας.

Κοντολογίς, οι συγγραφείς του βιβλίου δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους την ιστορική σημασία που απέκτησε η έννοια του έθνους για την ελληνική κοινωνία και τις μορφές που πήρε ο εθνισμός από τον 19ο αιώνα και μετά στην Ελλάδα. Αγνοούν επίσης και τον σύγχρονο προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη γύρω από το Δυτικό πολιτισμό, που τοποθετεί αυτόν τον πολιτισμό λίγο πιο «ψηλά» σε σχέση με τους άλλους. Αντιθέτως επιμένουν σε μια μονοσήμαντη έννοια του έθνους και καταφέρονται ενάντια σε έναν πολιτισμό - φάντασμα που διαχωρίζει και αποκλείει. Επιδιώκουν δε να προκαταλάβουν και την αρνητική γνώμη του αναγνώστη υιοθετώντας την επιστημονικά αντιδεοντολογική μέθοδο να προτάξουν την ανάλυση και ερμηνεία των ερωτηματολογίων παρουσιάζοντας αυτά τα ερωτηματολόγια εκ των υστέρων – ερωτηματολόγια που κατά τ' άλλα έχουν αρκετό ενδιαφέρον και υπόκεινται βέβαια σε διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Με τη μέθοδό τους όμως οι συγγραφείς ακυρώνουν αυτή τη χρησιμότητά τους και αντ’ αυτού μας προσφέρουν έναν τυφλοσούρτη, έναν οδηγό πλοήγησης για επικίνδυνα νερά. Νομίζω ότι δεν τον χρειαζόμαστε.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails