Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Μια πόλη, ένα ποίημα και μια μουσική.

Υπάρχουν τρεις πόλεις στην ιστορία της Δύσης, που έχουν ξεφύγει από τις πραγματικές, ιστορικές διαστάσεις τους και έχουν γίνει σύμβολα για όλη την ανθρωπότητα. Σ’ αυτή τη σφαίρα του μεταφυσικού θα κινηθώ σήμερα, αφήνοντας, προσωρινά, κατα μέρος την υλική ιστορία, με τους αληθινούς ανθρώπους και τις συγκρούσεις τους. Δεν απομακρύνομαι όμως και πολύ, μια που η συμβολοποίηση, εξ ορισμού, παίζει καθοριστικό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι, στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αντιλαμβάνεται ένας άνθρωπος την ιστορική του υπόσταση και πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο δε, όταν οι πόλεις-σύμβολα, στις οποίες θα αναφερθώ, διαμόρφωσαν, με όλες τις συνδηλώσεις και τους συνειρμούς τους, αποφασιστικά το ρου της ιστορίας.

Αθήνα

Η αρχή της ανθρωπότητας. Η αρχή της ανθρώπινης συνείδησης, της επίγνωσης της συνέχειας του ανθρώπου μέσα στο χρόνο. Η αρχή του χρόνου. Η φιλοσοφία. Το πνευματικό υπόβαθρο της ανθρωπότητας. Μια πόλη αναφοράς που πέρασε στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας ως ένα ένδοξο παρελθόν. Για να τεθεί όμως ως παρελθόν, χρειάστηκε ένα δυναμικό παρόν: η Ρώμη.

Ρώμη

Το τώρα της ανθρωπότητας. Μια τεράστια αυτοκρατορία, με ετερόκλητα χαρακτηριστικά εδάφους και πληθυσμού, χρειαζόταν μια πόλη, στην οποία κάθε άνθρωπος, από τη Βρετανία ως τη Συρία και από την κοιλάδα του Δούναβη ως τις ερήμους της Αφρικής, θα αναγνώριζε τον εαυτό του και θα προσδιόριζε την ταυτότητά του. Κάθε άνθρωπος της αυτοκρατορίας αυτοκαθοριζόταν ως Ρωμαίος, γιατί υπήρχε ζωντανή μια πόλη που έδινε νόημα στην ύπαρξή του. Δεν ήταν μόνο πολίτης της Ρώμης∙ χάρη στη Ρώμη αποκτούσε υπόσταση. Γι’ αυτό και η καταστροφή της το 410 από τον Αλάριχο συγκλόνισε τον αρχαίο κόσμο. Οι άνθρωποι έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους. Η πόλη αναφοράς τους δεν υπήρχε πια. Πώς λοιπόν θα αυτοπροσδιορίζονταν τώρα; Ήταν τότε που ο Αυγουστίνος φαντάστηκε μια πόλη μακριά από τους κινδύνους της σύγχρονης ιστορίας, πέρα από τη φθορά του χρόνου, αναλλοίωτη, αιώνιο και παντοτινό κέντρο αναφοράς όλων των ανθρώπων, όσων υπήρξαν και όσων θα υπάρξουν. Έτσι, ανέβασε τη Ρώμη στους ουρανούς και έγραψε την Πολιτεία του Θεού. Ο δρόμος για το Βυζάντιο είχε ανοίξει.

Βυζάντιο

Το μυστικό, το πνευματικό, το άυλο. Αιώνιο καταφύγιο από τη φθορά του χρόνου. Το μέλλον της ανθρωπότητας. Εδώ ταξιδεύει ο Yeats στο ομώνυμο ποίημά του, δραπετεύοντας από ένα παρόν, την ίδια τη ζωή, που ως απόμαχος δε μπορεί πια να παρακολουθήσει. Φεύγει από τη σαρκικά προσδιορισμένη νεότητα, που υμνεί «το καθε τι που σπέρνεται, γιεννιέται και πεθαίνει» για «του αγέραστου νου τα μνημεία». Εδώ, «στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου» αναζητά την τέχνη της αιωνιότητας. Δε μιλά για μια αιώνια τέχνη, αλλά για την τέχνη που τραγουδά «τα που περάσαν, ή που περνάν, ή που θα ‘ρθούν». Το ποίημα το παρουσιάζω στη μετάφραση του Σεφέρη, από τις Αντιγραφές, εκδ. Ίκαρος 1996.


Ταξίδι στο Βυζάντιο

Ι

Δεν είναι τόπος για τους γέροντες αυτός. Νέοι
Στην αγκαλιά ο ένας του άλλου, πουλιά στα δέντρα,
-Τούτες οι γενεές που πεθαίνουν- στο τραγούδι τους,
Ποτάμια σμάρια οι σολομοί, θάλασσες σμάρια τα
σκουμπριά,
Το ψάρι, η σάρκα, και το θήραμα, όσο βαστά το κα-
λοκαίρι υμνούν
Το κάθε τι που σπέρνεται, γιεννιέται, και πεθαίνει.
Παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν
Του αγέραστου νου τα μνημεία.

ΙΙ

Ο γέρος είναι τιποτένιο πράγμα,
Κουρελιασμένο ρούχο απάνω σε μπαστούνι, εκτός
Αν η ψυχή χτυπήσει τις παλάμες της και τραγουδάει
πιο δυνατά, πιο δυνατά
Στο κάθε ξέσκισμα της θνητής φορεσιάς της,
Και δεν είναι σχολειό του τραγουδιού παρά η μελέτη
Των μνημείων της δικής της μεγαλοπρέπειας∙
Έτσι λοιπόν αρμένισα τις θάλασσες για νά ‘ρθω
Στην άγια πολιτεία του Βυζαντίου.

ΙΙΙ

Σοφοί ορθωμένοι μέσα στην άγια φωτιά του Θεού
Λες στο χρυσό ψηφιδωτό ενός τοίχου,
Βγείτε απ’ την άγια τη φωτιά, στριφογυρίστε μες στο
στρόβιλο,
Γενείτε δάσκαλοι του τραγουδιού για την ψυχή μου.
Κάψετε την καρδιά μου κι αναλώστε την∙ την άρρωστη του
πόθου,
Δεμένη σ’ ένα ζώο που ξεψυχά,
Δεν ξέρει τώρα τι είναι∙ και δεχτείτε με
Στην τεχνουργία της αιωνιοτητας.

ΙV

Και μια φορά που θά ‘βγω από τη φύση, ποτέ μου δε
θ’ αποζητήσω
Για τη σωματική μορφή μου πράγμα φυσικό,
Αλλά τέτοια μορφή που οι Γραικοί χρυσοχόοι φτιάνουν
Από σφυρήλατο χρυσάφι και μαλαματένιο σμάλτο
Για να κρατήσουν ένα νυσταλέον Αυτοκράτορα ξυπνό∙
Ή στήνουν σε χρυσό κλωνάρι για να τραγουδά
Στους άρχοντες και τις αρχόντισσες του Βυζαντίου
Τα που περάσαν, ή που περνάν, ή που θα ‘ρθούν.

1927




Σε πείσμα του Yeats που αναφέρει για τους νέους ότι «παρμένοι από τη λάγνα τούτη μουσική όλοι αψηφούν/Του αγέραστου νου τα μνημεία», το indie-rock συγκρότημα, οι αμερικανοί Liars εμπνέονται από το ποίημα του και τιτλοφορούν ανάλογα ένα από τα κομμάτια του τέταρτου άλμπουμ τους (βλ. παρακάτω). Είναι αξιοσημείωτη η επίδραση που έχει το ποίημα του Yeats, που, ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί σχολικό ανάγνωσμα σε Αμερική και Αγγλία, στην ποπ κουλτούρα του αγγλοσαξωνικού κόσμου. Η Βικιπέδια σημειώνει, εκτός από αυτό, και τις εξής αναφορές:

• Την ομώνυμη νουβέλα του Robert Silverberg (1984) που εκτός των άλλων δομείται και πάνω στα θέματα του ποιήματος.
• Το μυθιστόρημα του Philip Roth, The Dying Animal που τιτλοφορείται με βάση μια φράση του ποιήματος.
• Τη νουβέλα της Saul Bellow, Seize the Day που εμφανίζει τον πρωταγωνιστή Tommy Wilhelm να είναι «άρρωστος του πόθου»
• Το ποίημα του Καναδού ποιητή Leonard Cohen "Montreal 1964" που περιέχει τους στίχους «Ο Καναδάς είναι ένα ζώο που ξεψυχά/Δε θα προσδεθώ σ’ ένα ζώο που ξεψυχά». Ο Cohen αναφέρει ότι επηρεάστηκε από τον Yeats.
• Τη μουσικό Lisa Gerrard που δίνει τον τίτλο «Ταξίδι στο Βυζάντιο» σ’ ένα από τα κομμάτια του άλμπουμ Immortal Memory (2004), και τον συνθέτη Michael Brown που μελοποίησε το έργο του Yeats.
• Τον Αμερκανό τραγουδοποιό John Austin που αναφέρει το ποίημα ως πηγή της έμπνευσής του για το άλμπουμ του, Byzantium (1996).
• Τον τίτλο του μυθιστορήματος του Guy Gavriel Kay, Sailing To Sarantium που είναι μια ξεκάθαρη νύξη στην υπόθεση του ποιήματος∙ είναι μια ιστορική μυθοπλασία που βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Βυζαντίου.
• Τη δομή του ποιήματος που διαφαίνεται στο μυθιστόρημα του Richard Powers, Plowing the Dark, (βλ. κυρίως το Κεφ. 26)∙ το μυθιστόρημα μοιράζεται από κοινού με το ποίημα το ενδιαφέρον για την αλληλεπίδραση φύσης-τεχνουργίας.
• Το μυθιστόρημα του Cormac McCarthy, No Country for Old Men (2005) και την ομώνυμη τανία των Αδελφών Κοέν που τιτλοφορούνται με βάση τον πρώτο στίχο του ποιήματος.
• Το μυθιστόρημα του Bruce Sterling, Holy Fire (1996) που τιτλοφορείται με βάση την τρίτη στροφή.
• Το μυθιστόρημα του J. M. Coetzee, Disgrace, (1999 ) όπου ο πρωταγωνιστής David Lurie παρατηρεί για τη γενέτειρά του Νότια Αφρική «Δεν είναι τόπος για γέροντες αυτός».
• Το μυθιστόρημα της Anne Rice, The Vampire Armand, όπου ο Armand αρχίζει την ιστορία παραθέτοντας την πρώτη στροφή του ποιήματος.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Στα κακομαθημένα παιδάκια λέμε όχι.


Αχ, καλοί μου δανειστές, να ξέρατε πόσο σας νιώθω! Που δε θέλετε να δανείσετε άλλο πια στην Ελλάδα, αυτή τη ρουφήχτρα, τη χοάνη, τον πίθο των Δαναΐδων! Κάνετε τα πάντα για να την αποθαρρύνετε, θέτετε αυστηρούς όρους, βάζετε υψηλά επιτόκια... Λέτε αλλά... σας καταλαβαίνει; Σας νιώθω γιατί έτσι νιώθει το κάθε εργατικό μυρμηγκάκι αυτής της σκατοχώρας, της πουλημένης, της άκαρδης, της στρίγκλας, του τενεκέ ξεγάνωτου, που τίμια και παστρικά -μη γελάτε υπάρχουν και τέτοια- προσφέρει το κατιτίς του από το μόχθο του για να γίνουν δρόμοι, νοσοκομεία, σχολεία, δουλειές και αντ’ αυτών γεμίζουν οι τσέπες αρκετών επιτήδειων που θα σκάσουν καμιά μέρα από το πολύ φαΐ πανάθεμά τους. Αλλά εσείς φταίτε γι’ αυτό. Ναι εσείς! Εσείς που εξακολουθείτε να της δανείζετε. Αυτή η τσούλα, η κατσικοπόδαρη, η γκαντέμω συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο παιδάκι που όλο γκρινιάζει και κλαίγεται μέχρι να τσεπώσει τα χρήματα του μπαμπά και της μαμάς για να πάει να τα χαλάσει σε γλειφιτζούρια και γαριδάκια. Και όσο εξακολουθεί να βρίσκει χρήματα, θα εξακολουθεί να συμπεριφέρεται μ’ αυτό τον τρόπο. Γιατί λοιπόν της δανείζετε; Πείτε της ό-χ-ι και αφήστε την να βράσει στο ζουμί της. Πιέστε την να αναγκάσει όλους τους πολίτες της να πληρώνουν τους φόρους που τους αναλογούν, να κόψει τους παραλογισμούς και τις σπατάλες, να δικάσει τους κλέφτες και να πάρει πίσω τα κλεμμένα. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αποσβέσει το χρέος της. Εδώ που τα λέμε αυτό είναι που σας ενδιαφέρει. Είσαστε κι εσείς λίγο κουμασάκια, το ξέρω. Σας βολεύει τα κράτη να δανείζονται –πώς αλλιώς θα βγάλετε εύκολο χρήμα;- αλλά να μην το παρακάνουν κιόλας! Γιατί δε θα πάρετε τα λεφτά σας πίσω! Κι από την Ελλάδα δε θα δείτε δεκάρα τσακιστή ποτέ! Γι’ αυτό σας λέω μην της δανείζετε πια! Αν μη τι άλλο είναι για το καλό της. Θα την αναγκάσετε να φερθεί δίκαια και τίμια. Μη γελάτε είπα! Μόνο έτσι θα μπορέσετε να της έχετε εμπιστοσύνη. Μόνο έτσι θα κερδίσετε, σας λέω! Αλλιώς θα σας ξανακοροϊδέψει όπως σας κορόιδευε χρόνια τώρα. Πρέπει να δείξετε λίγη κατανόηση. Μην την καλοπιάνετε προσφέροντας της απλόχερα ό,τι ζητήσει. Το ξέρω είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Κατοχή, χούντα, τα αγαρηνά σκυλιά παλιότερα... Είχε μείνει πετσί και κόκκαλο. Και ξαφνικά είδε το τραπέζι γεμάτο κι έπεσε με τα μούτρα. Βουρ στο ψητό! Τώρα όμως κοντεύει πια να σκάσει. Χρειάζεται δίαιτα. Επιτέλους, αναλάβετε τις ευθύνες σας ως καλοί γονείς! Μην την αφήνετε να τρώει άλλο! Και μεταξύ μας... Αυτό που θα χάσει θα το κερδίσετε εσείς, πιστέψτε με. Θα βγείτε διπλά κερδισμένοι: και καλοί γονείς και ματσωμένοι! Να δω κι εγώ ο έρμος μια άσπρη μέρα... που δουλεύω σαν το σκυλί, μεροδούλι μεροφάι, πληρώνω τους φόρους μου ντάγκα ντάγκα κάθε χρόνο τους τα στάζω για να βλέπω να αφρατεύει ο κώλος εκείνου του χοντρού που μας κατσικώθηκε πεντέμισι χρόνια και τό σκασε νύχτα στα τσακίδια παναγία μου γιατί ο άλλος που μας ήρθε και μας φλόμωσε στο ψέμα υπάρχουν λεφτά υπάρχουν λεφτά καλύτερος είναι φούμαρα ξέρω όμως που πήγαν τα λεφτά τα έκανε ταγέρ η Γιάννα και η κάθε ολυμπιακή γιάννα αλλά ας μην το ανοίξω τώρα το ρημάδι... Γι’ αυτό σας λέω καλοί μου ευεργέτες –στο σχολείο μας έμαθαν και τη λέξη τοκογλύφος αλλά δεν ταιριάζει σε σας και στο καλό που πάτε να κάνετε- αν δε θέλετε να βοηθήσετε με το αγνό πατρικό αίσθημα που σας διακρίνει την άσωτη κόρη σας Ελλάδα λυπηθείτε εμένα και λυτρώστε με από το μαρτύριο του Σίσυφου που περνάω τσοντάροντας σε τρύπια πιθάρια και πάψτε να ταΐζετε συνεχώς την κεντρική εντόπια γαστέρα. Please.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Για έναν πολιτισμό από το λαό για το λαό. (Μικρή αναφορά στον Τίτο Βανδή).

Επικρίθηκα που δεν πήγα να δω τη θεατρική παράσταση που φιλοξενήθηκε φέτος στον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού μου, ελλείψει βέβαια της δικής μας καθιερωμένης, ετήσιας θεατρικής δημιουργίας. -Μα πως δεν ήρθες, εσένα που σου αρέσει το θέατρο, που έχεις συμμετάσχει σε τόσες παραστάσεις; ...Ε ναι, δεν πήγα. Και ο λόγος είναι απλός. Δεν έχει σημασία αν μια παράσταση είναι καλή ή κακή, επαγγελματική ή ερασιτεχνική· παρακολουθώντας την απ’ έξω, δεν παύει να είναι κάτι ξένο, αδιάφορο. Σου στερεί τη χαρά της συμμετοχής, της δημιουργίας, του στησίματος της βήμα βήμα, της συλλογικότητας. Γιατί μια παράσταση αποτελεί έναν τόπο συνάντησης όπου ο καθένας, από τον μαραγκό, τον ηλεκτρολόγο, ως τους ερμηνευτές, προσφέρει αυτό που μπορεί. Και ο κόσμος συμμετέχει όχι ως απλός θεατής, αλλά συμπρωταγωνιστεί και συμπάσχει με τους συγγενείς, τους φίλους, τους συγχωριανούς. Μια θεατρική παράσταση δεν είναι θέαμα. Είναι βίωμα.

Πάνω απ’ όλα το θέατρο προϋποθέτει μια κοινότητα ανθρώπων – ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους, συμβιώνουν και συμπάσχουν. Μέσα σε μια τέτοια κοινότητα ανακαλύφθηκε τυχαία στην αρχαία Αθήνα, και εκεί παρέμεινε, στα όρια της πόλης. Καμιά άλλη πόλη δεν ανέπτυξε το θέατρο, αλλά ούτε και οι Αθηναίοι αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να το διαδώσουν κάνοντας περιοδείες στις άλλες πόλεις. Σ’ ένα γύρισμα της ιστορίας, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, διαδόθηκε βέβαια, αλλά έχασε τη βιωματική του υπόσταση. Έγινε θέαμα, τέχνη. Και με αυτή τη μορφή το παραλάβαμε εμείς στα νεότερα χρόνια.

Και σήμερα; Ποια θέση κατέχει το θέατρο στη σύγχρονη, καπιταλιστική μας κοινωνία; Είναι ένα πολιτιστικό προϊόν ανάμεσα στα άλλα: βιβλίο, μουσική, γλυπτική, ζωγραφική. Παράγεται, διανέμεται, πουλιέται, αγοράζεται, καταναλώνεται. Όπως καταναλώνονται τα πορτοκάλια και οι ντομάτες, τα αυτοκίνητα και οι υπολογιστές, και όλα τα εμπορικά προϊόντα ή τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αυτή η άποψή μου δεν είναι απαξιωτική της τέχνης και του πολιτισμού γενικότερα· κατέληξα σ’ αυτή έχοντας δει πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις, και εδώ και στην ευρωπαϊκή θεατρική πρωτεύουσα, το Λονδίνο· έχοντας επισκεφτεί τις μεγαλύτερες πινακοθήκες και τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης· έχοντας διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα. ...Και μετά ήρθε η απάθεια, η ανία. Αυτή την αδιαφορία μου για την τέχνη και τον πολιτισμό προσπαθώ τώρα να εξηγήσω.

Στην προσπάθειά μου αυτή θυμήθηκα τον Τίτο Βανδή και το όραμά του, όταν το 1997 είχε γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ολύμπου. Ήθελε, λέει, να δώσει τοπικό χρώμα στο Φεστιβάλ, να δημιουργήσει ενότητες όπου οι ντόπιοι να βιώσουν τις δημιουργίες των άλλων, αλλά και οι ίδιοι να δημιουργήσουν βιώνοντας. Στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεών του επισκέφτηκε το χωριό μου και την ερασιτεχνική θεατρική μας ομάδα. Ωραία θα ήταν, είπε, να οργανωθούν στα χωριά τέτοιες ερασιτεχνικές ομάδες και να παρουσιάσουν τις δημιουργίες τους σε μια ενότητα του Φεστιβάλ Ολύμπου! Δεν πρόλαβε βέβαια να παραγματοποιήσει τα μακρόπνοα σχέδιά του. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, λίγους μήνες μετά το διορισμό του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο λόγος ήταν η δημοσιοϋπαλλιλίστικη νοοτροπία των συνεργατών του, αυτών των ακαλαίσθητων και άμουσων βολεμένων κρατικών υπαλλήλων. Το ξέρω, του είχε πει ο τότε υπουργός πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος, όταν ο ίδιος του είχε εκφράσει τα παράπονά του, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, είναι... του κόμματος.

Συνήθιζε να επισημαίνει τη διαφορά αισθητικής αντίληψης που τον χώριζε από τους υπαλλήλους με τους οποίους κλήθηκε να συνεργαστεί, κάνοντας αναφορά στο καλαθάκι με τα κεράσια που του είχε χαρίσει μια κυρία. Ήταν τόσο όμορφα τοποθετημένα στο καλάθι και τόσο ωραία στολισμένο που δεν ήθελα να τα φάω, έλεγε, και για να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα έβαλα όπως ήταν στο ψυγείο. Μου αρκούσε να τα βλέπω. Μια μέρα βρήκε το καλάθι άδειο, τα κεράσια φαγωμένα. Ποιος τα έφαγε; ρώτησε. Εγώ, απάντησε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ, –ναι ο Τίτος Βανδής είχε προϊστάμενο ένα χοντρόπετσο κομματόσκυλο- μη φωνάζεις όμως, θα σου αγοράσω δυο τρία κιλά. Λες και η φασαρία γινόταν για τα κεράσια! Και όχι για την επινοητικότητα, τη δημιουργικότητα, την τέχνη με την οποία ήταν τοποθετημένα στο καλαθάκι!

Το ερώτημα λοιπόν για την τέχνη και τον πολιτισμό προβάλλει καίριο. Πώς θα κάνουμε έναν λαό να ξεχωρίσει τον πολιτισμό από τα κεράσια; Όχι πάντως βάζοντάς τα στο ίδιο καφάσι - κάτι που, φοβάμαι, μοιραία γίνεται όταν τα αντιμετωπίζουμε και τα δυο ως απλά εμπορικά προϊόντα. Το κλειδί βρίσκεται στο όραμα του Τίτου: να κάνουμε το λαό συμμέτοχο και δημιουργό του πολιτισμού που καταναλώνει. Να επιστρέψει ο πολιτισμός στη βιωματική του υπόσταση που είχε στην αρχαιότητα. Και αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων και των περιφερειακών φεστιβάλ που αντί να πατρονάρουν κρατικοδίαιτους θιάσους και άστεγους καλλιτέχνες, μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για την πολιτιστική αναγέννηση της υπαίθρου αλλά και ολόκληρης της χώρας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει όσο αυτά πλασάρονται σα μεγάλα σουπερμάρκετ απ’ όπου ο καθένας ψωνίζει ό,τι του χτυπάει στο μάτι.

Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα θα πάω να χειροκροτήσω τη χορωδία του χωριού μου στο αφιέρωμα που ετοίμαζε όλο το χρόνο στο Μάνο Λοϊζο. Θα χειροκροτήσω την προσπάθειά τους, το ζήλο τους, την αγωνία τους· που κατάφεραν όλη τη χρονιά, με την κουβέντα και το τραγούδι, να κρατήσουν ζωντανή τη μουσική του Μάνου. Αυτό για μένα αποτελεί το βίωμα της δημιουργίας των άλλων. Αυτό είναι πολιτισμός: το να δημιουργείς βιώνοντας, να βιώνεις δημιουργώντας· η ουσία της ζωής της ίδιας.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Marlboro country, ή πως μπορείς να δηλώνεις περήφανος για τη χώρα σου και την ίδια ώρα να της πετάς σκατά.

Σημείωση: Το παρακάτω αφήγημα στηρίζεται σε φανταστικά γεγονότα και κάθε ομοιότητα με πραγματικά περιστατικά και πρόσωπα είναι εντελώς συμπτωματική.

Πρωινό Δευτέρας. Η πόλη σε γρήγορους ρυθμούς μετά τη ραστώνη του σαββατοκύριακου. Σινεμά Ολύμπιον. Για καφέ ψηλά στο Δωμάτιο με θέα. Και τι θέα! Ο Θερμαϊκός να στραφταλίζει στον πρωινό χειμωνιάτικο ήλιο και στο βάθος του ορίζοντα ο χιονισμένος Όλυμπος... Και τα Πιέρια να ξεμυτίζουν στην άκρη του κάδρου... Έχοντας μετακομίσει τελευταία στην απέναντι ακτή της Πιερίας συνήθισα να κοιτάω τη Θεσσαλονίκη αλλιώς. Όποτε κατεβαίνω αυθημερόν στην πόλη είναι σα να περνάω από την άλλη πλευρά του καθρέφτη. Έχει μια γοητεία αυτό το πίσω μπρος, η καλή και η ανάποδη.

Σήμερα κατέβηκα να δω το φίλο μου το Haarat. Ήρθε πριν λίγες μέρες από την Αγγλία, όπου ζει μόνιμα για πάνω από είκοσι χρόνια. Σκοπός του ταξιδιού του να μάθει ελληνικά και να διερευνήσει τις δυνατότητες για τη μόνιμη μετεγκατάστασή του στην Ελλάδα.
-Aristotelis square, μου λέει.
-Ναι, η πλατεία Αριστοτέλους, απαντώ.
-Γιατί Αριστοτέλους; απορεί.
- Γιατί, φίλε μου Haarat, η λέξη Αριστοτέλης είναι στη γενική. Ο Αριστοτέλης, του Αριστοτελους. Αυτή είναι η πλατεία του Αριστοτέλους, εξήγησα αναλαμβάνοντας ρόλο δασκάλου.
Κοίταξα την οβάλ πλατεία, μισή στη στεριά και η άλλη μισή μπαίνει στη θάλασσα θαρρείς. ...Με τις δυο μεγάλες λεωφόρους να τη σκίζουν κάθετα, τίγκα στο αυτοκίνητο ...με τις πλαστικές ομπρέλες των τάχα μου κυριλέ καφεμπάρ ...με το καχεκτικό γκαζόν και τα κακομοιριασμένα δεντράκια... Η πλατεία του Αριστοτέλους... Ο Αριστοτέλης χαλκευμένος σε στιλ ξωμάχου που απόκαμε να κάθεται παραγκωνισμένος ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα και τις φουφούδες που ζεσταίνουν τους μουράτους και καλά της πόλης.... Όταν συνέρχεσαι απο τη μαγεία του ορίζοντα, σου βγάζει μια μιζέρια...
-Λοιπόν, το αποφάσισες; Θα έρθεις τελικά Ελλάδα; ρωτάω.
-Έτσι σχεδίαζα, μου λέει. Ξέρεις ...τα χάλασα τελικά με τη φίλη μου.
Ο Haarat διατηρούσε εδώ και καιρό δεσμό με μια παντρεμένη με παιδί. Έτσι γίνεται, του είχε εξηγήσει, στην Ελλάδα. Όταν είσαι παντρεμένος ή παντρεμένη έχεις τον άντρα σου ή τη γυναίκα σου και παράλληλα τον εραστή ή την ερωμένη σου... Και ζεις μια διπλή ζωή. Κανονικά.
-Δεν έχω πρόβλημα μ’ αυτό, μου λέει.
-Ούτε κι εγώ, του απαντώ. Αρκεί κάποιος να περνάει καλά... Αν αυτό τον ευχαριστεί ...κανένα πρόβλημα.
-Γενικά, στην Ελλάδα σας αρέσει να περνάτε καλά. Πού βρίσκετε τόσα λεφτά;
Ο Haarat έκανε την ίδια παρατήρηση που κάνουν όλοι οι ξένοι που επισκέπτονται την Ελλάδα. Απορούν πως σε μια τόσο φτωχή χώρα, με τους χαμηλότερους μισθούς και τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη, οι Έλληνες είναι στους δρόμους, διασκεδάζουν, ψωνίζουν και περνούν ...με τσιγάρο, πρέφα και φραπέ.
-Πλαστικό χρήμα, δάνεια, ακάλυπτες επιταγές, φοροκλοπές, απατεωνιές, αντέτεινα. Κι όλα αυτά για τη φιγούρα, για τη μόστρα, για το κομμάτι μας.
-Κι αξίζει να ζεις έτσι εις βάρος της χώρας σου; με κεραυνοβόλησε. Δουλεύω σε μια εταιρεία ιατρικού εξοπλισμού, έρχομαι συχνά στην Ελλάδα, συναλλάσσομαι με τα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές. Πολλές φορές οι γιατροί ζητάν αύξηση σ’ ένα προϊόν γιατί θέλουν να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο. Μια αύξηση 100 ευρώ σ’ ένα προϊόν που κοστίζει 300 για έναν άνθρωπο που το χρησιμοποιεί δυο φορές το μήνα στη θεραπεία του σημαίνει ένα ετήσιο κόστος 5000 ευρώ περίπου. Διαμαρτύρεται ο φτωχός ασθενής για την τιμή, η μητρική εταιρία το αύξησε έρχεται έτοιμη η απάντηση, τα ασφαλιστικά ταμεία το επιβαρύνονται. Και όλα αυτά γιατί; Για να έχει δυο τρία αυτοκίνητα ο γιατρός –μια πόρσε απαραιτήτως- ένα πολυτελές σπίτι στην πόλη, ένα εξοχικό στη Χαλκιδική...
-Ένα σαλέ στη Βουλγαρία, συμπλήρωσα. Είναι πολύ της μόδας τελευταία.
- ...Όταν είσαι γιατρός πρέπει να νοιάζεσαι για τον ασθενή σου, έχεις ευθύνη γι’ αυτόν, δεν μπορείς να τον βλέπεις σα χρήμα, μαύρο χρήμα, κάτω από το τραπέζι...
Τις τελευταίες φράσεις τις είπε στα ελληνικά. Πράγματι, είναι αυτές που πρέπει πρώτα να μάθει ένας ξένος που σκοπεύει να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα.
- ...Στην Αγγλία όταν είσαι δημόσιος υπάλληλος είσαι περήφανος γιατί εκπροσωπείς το κράτος και είσαι υπεύθυνος για την εικόνα του προς τα έξω. Εδώ γίνεσαι δημόσιος υπάλληλος για να κλέβεις το κράτος. Πώς θα πληρώσει αυτό το κράτος τα έξοδα για την παιδεία; Για την υγεία; Για την πρόνοια; Είναι σα να πετάς σκατά στην ίδια σου τη χώρα. You bullshit your country, man.
- Τότε γιατί επιμένεις να μετακομίσεις στην Ελλάδα; ρώτησα.
- Στην Αγγλία, ξέρεις, βρίσκω ένα οργανωμένο κράτος, ένα καλό σύστημα υγείας, είχα μια καλή εκπαίδευση. Όταν πήγα εκεί για να σπουδάσω, έφυγα από την Αίγυπτο με μια βαλίτσα στο χέρι. Τίποτα άλλο. Οι άνθρωποι μου φέρθηκαν ευγενικά, εκτίμησαν τα προσόντα μου, αδιαφόρησαν για την καταγωγή μου και το χρώμα μου. Και τώρα έχω μια καλή δουλειά, με καλά χρήματα που μου δίνει τη δυνατότητα να ταξιδεύω σ’ όλο τον κόσμο. Μιλάω με τους Έλληνες εκεί, αισθάνονται περήφανοι για την Ελλάδα, την καλύτερη χώρα για διακοπές, ο αρχαίος πολιτισμός, εμείς οι Έλληνες... Όταν τους λέω ότι θα πάω να μείνω στην Ελλάδα για πάντα, τρελός είσαι, κραυγάζουν, θα αφήσεις τον παράδεισο για να πας στην κόλαση; μου λεν. Πώς είναι δυνατό να αισθάνεσαι περήφανος για τη χώρα σου και την ίδια ώρα να της πετάς σκατά;
Ο Haarat μου θύμισε τη συμπεριφορά πολλών Ελλήνων του εξωτερικού. Στις χώρες που διαμένουν εφαρμόζουν κατά γράμμα όλους τους κώδικες κοινωνικής ζωής, τους ξεχνούν όμως όταν έρχονται στην Ελλάδα. Η ξαδέρφη μου στη Σουηδία δεν έχει αυτοκίνητο. Το υψηλό κόστος συντήρησης κάνει απαγορευτική τη χρήση του και ο επιπρόσθετος φόρος για τη ρύπανση σε κάνει να σκεφτείς θες δε θες το περιβάλλον. Και ξεχωρίζει τα σκουπίδια, ένα ένα, αλλιώς η κοινωνική δυσφήμιση θα την ακολουθεί. Εδώ στην Ελλάδα όμως έχει αυτοκίνητο αν και έρχεται μόνο δυο μήνες το χρόνο. Και το χρησιμοποιεί για να πάει μια απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια. Και δεν ξεχωρίζει τα σκουπίδια αν και οι κάδοι ανακύκλωσης βρίσκονται έξω από την πόρτα της. Έχει δίκιο ο Haarat. Δεν αγαπάς έτσι τη χώρα σου. Απλώς της πετάς σκατά.
- Αλλά δε μου είπες, γιατί θέλεις να μείνεις εδώ;
- Χθες πήγα σ’ ένα χωριό κοντά στην Έδεσσα. Με φιλοξένησε ένας φίλος που ζήτημα είναι να τον έχω δει κανά δυο φορές στα τέσσερα πέντε χρόνια που τον ξέρω. Οι γονείς του έγιναν θυσία, μου άνοιξαν το σπίτι τους αν και δε με γνώριζαν. Βγήκαμε για καφέ, για φαγητό, το βράδυ για ποτό. Την άλλη μέρα με ήξερε όλο το χωριό. Γειά σου Haarat, με χαιρετούσαν. Ήρθαν και οι θείες. Αγοράκι μου, ματς μουτς. Κανείς τους δε με γνώριζε. Βρήκα ανθρώπους με ζεστή καρδιά. ...Αλλά πως γίνεται αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι να μην εμπιστεύονται τους συνανθρώπους τους;
Ο Haarat αναφερόταν στη συζήτηση που είχε ανοίξει κάποιος από το σόι, προκειμένου να βρει συνεργείο για το αυτοκίνητό του. Κι έψαχνε το γνωστό του γνωστού που είχε ένα γνωστό... Κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν. Νομίζει πως όλοι θα τον εξαπατήσουν και, δικαιολογημένα, αφού πρώτα εξαπατά ο ίδιος. Να γιατί όλη μέρα τρέχουν οι Έλληνες στους δρόμους, ψάχνουν κάποιον να εμπιστευτούν. Είναι τόσο κουραστικό. Σου αφαιρεί τόση ενέργεια.

Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ένα σύννεφο είχε σκεπάσει το λαμπρό χειμωνιάτικο ήλιο. Γκριζάρισε ο Θερμαϊκός. Μαύρισε και η πλατεία. Και ξαφνικά μπήκα πίσω από τον καθρέφτη. Είδα μια άσχημη χώρα. Είδα ανθρώπους που έχουν κάνει την απάτη τρόπο ζωής. Στην οικογένεια, στο εμπόριο, στην κοινωνία, στο κράτος. Ανθρώπους που κοιτάζουν καχύποπτα τους άλλους, τους επιβουλεύονται, τους ζηλεύουν, που δεν προχωράνε οι ίδιοι ούτε αφήνουν και τους άλλους να προχωρήσουν. Είδα τον Οθωμανό να εκμοντερνίζεται, να κάνει το ρουσφέτι κονέ. Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις χωρίς κονέ, τα προσόντα δε μετράνε. Και πάνω απ’ όλα το χρήμα. Το μαύρο χρήμα. Είδα όμως και τη ζεστή καρδιά να αχνοφέγγει μέσα στη μαυρίλα. Είμαι αισιόδοξος για τη χώρα σας, είχε πει ο Haarat. Κι εγώ είμαι αισιόδοξος. Και δεν εννοώ αυτη την αισιοδοξία που βγάζουν πολλοί Έλληνες όταν τους επισημαίνεις το έλλειμμα, το δημόσιο χρέος, την ανεργία και χαζολογούν με ένα θα τα καταφέρουμε, περάσαμε και πιο δυσκολα. Αυτή είναι βλακώδης αισιοδοξία. Είμαι αισιόδοξος γιατί πιάσαμε πάτο και δεν έχει πιο κάτω, μόνο πάνω τώρα. ...Από τα σύννεφα είδα μια αχτίδα φωτός. Ασήμισε ο Θερμαϊκός. Άστραψε ο κατάλευκος Όλυμπος. Και είδα τη χώρα όπου μπορούν να γίνουν τα πάντα και τίποτα δε γίνεται. Marlboro country.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Ο αντι-επιστημονισμός της ομάδας Δραγώνα.

Ήξερα ότι το έθνος αποτελεί ένα συμβολικό μόρφωμα. Κοιτάζοντας όμως αυτό τον πίνακα του Εγγονόπουλου, σκέφτομαι ότι το ελληνικό έθνος αποτελεί σουρεαλιστικό μόρφωμα. Πραγματικά, δεν μπορείς να ερμηνεύσεις το σουρεαλισμό του Εγγονόπουλου αν δεν έχεις στο μυαλό σου το μύθο της συνέχειας και της ενότητας του ελληνισμού. Και αντίστροφα αυτός ο μύθος βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στο σουρεαλισμό του Εγγονόπουλου.


Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που το βιβλίο των Άννας Φραγκουδάκη-Θάλειας Δραγώνα προκάλεσε τρικυμία στο διαδίκτυο. Και αναφέρομαι κυρίως στο διαδίκτυο γιατί από εκεί ξεκίνησε η διαστρεβλωμένη παρουσίασή του, που έτυχε χυδαίας εκμετάλλευσης από ακροδεξιούς κύκλους και αναπαράχθηκε εντελώς άκριτα από πλήθος μπλόγκερς. Τις διαστρεβλωμένες απόψεις κατέδειξαν με αναλυτικό τρόπο η Βίκυ Χρυσού και ο Κωνσταντίνος Παραβάτης αντιπαραβάλλοντας τα αποσπάσματα του βιβλίου με τα παραθέματα του διαδικτύου. Επιπλέον, ο Γιάννης Λάζαρης προχώρησε σε μια αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου που ανασκευάζει πλήρως την διαδικτυακή διαστρέβλωση. Σκοπός της δικής μου παρέμβασης είναι να προχωρήσω σε μια αρνητική –το ξεκαθαρίζω- κριτική του βιβλίου, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στην επιστημοσύνη και τη μεθοδολογία των συγγραφέων του.

Οι συγγραφείς του βιβλίου διαπράττουν τα εξής επιστημονικά ατοπήματα: Πρώτον, εκ προοιμίου διάκεινται αρνητικά απέναντι στη διαδικασία συγκρότησης ενός έθνους - γιατι «απαιτεί αρχαϊκές λειτουργίες, που χρησιμοποιούν γενικεύσεις κάνοντας χρήση ανεπεξέργαστων, στοιχειωδών διεργασιών διάσπασης . . . οδηγεί στην αρνητική αξιολόγηση και άρα υποτίμηση όλων των στοιχείων, που αναγνωρίζονται ως ανοίκεια . . . τέλος, η διεργασία της διαφοροποίησης κατασκευάζει ανώτερα και κατώτερα όρια, που συνεχώς δημιουργούν νέες διαφοροποιήσεις, οι οποίες σε κάθε στιγμή υπόκεινται στην ακύρωση τους» - επιδιώκωντας έτσι να προκαταλάβουν και την αρνητική γνώμη του αναγνώστη. Δεύτερον, θεωρούν ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα διαμορφώθηκε και σημαδεύτηκε άπαξ και δια παντός κατά τον 19ο αιώνα, «που διεξαγόταν η πάλη για την οριστικοποίηση των εθνικών συνόρων σε μια εποχή επεκτατισμών, αποικιοκρατίας και των αντίστοιχων ιδεολογιών, που νομιμοποιούσαν αυτές τις πολιτικές», αγνοώντας όλα τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν και μεταμόρφωσαν αυτές τις ιδεολογίες, με κορυφαίο γεγονός την Μικρασιατική Καταστροφή. Με αυτή λοιπόν την ανιστόρητη προσέγγιση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο λόγος των σχολικών βιβλίων για το έθνος, την κουλτούρα, την πολιτισμική ομοιογένεια και την εθνική συνέχεια από την αρχαιότητα εμφανίζεται να παραμένει εγκλωβισμένος στους μύθους και τις αντιφάσεις ενός εθνικισμού του 19ου αιώνα» (τα παραθέματα από την παρουσίαση του Λάζαρη).

Μ’ αυτό τον αντιεπιστημονικό τρόπο οι εν λόγω συγγραφείς συνδέουν την ελληνική εκπαίδευση του 21ου αιώνα με τα πολιτικά γεγονότα του 19ου αιώνα, αγνοώντας επιδεικτικά ότι:

1. Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, η έννοια του έθνους (ο εθνισμός) γνώρισε αρκετές μεταμορφώσεις,
2. Διαφορετικά προσέγγισαν τον εθνισμό οι συντηρητικοί και οι προοδευτικοί (φιλελεύθεροι) Έλληνες διανοούμενοι
3. Η έννοια του έθνους με την παρέμβαση καλλιτεχνών και λογοτεχνών απέκτησε ένα πλούσιο παιδευτικό περιεχόμενο.

Έτσι οι συγγραφείς επιμένουν σε μια μονοσήμαντη έννοια του έθνους που συνδέει ευθύγραμμα, και σχεδόν αδιαμεσολάβητα, το σήμερα με το χθές. Επιπροσθέτως αυτή η έννοια φορτίζεται αρνητικά καθώς, με τον ιδεολογικό λόγο περί ανώτερου/κατώτερου που ενσωματώνει, στιγματίζει την ελληνική κοινωνία σήμερα κατατάσσοντας την στην Ανατολή της Δύσης και στον Νότο του ευρωπαϊκού Βορρά. Πιστεύουν δε ότι η έννοια του έθνους (εθνικισμό την αποκαλούν) αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα ένα ένα, ξεκαθαρίζοντας πρώτα τις έννοιες εθνισμός και εθνικισμός. Ο όρος εθνισμός που χρησιμοποίησα εγώ αναφέρεται στην έννοια του έθνους. Ο όρος εθνικισμός που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς αποτελεί μια από τις μεταμορφώσεις του εθνισμού, και μ’ αυτή πρόκειται να αρχίσω. Όταν το 1847 ο πρωθυπουργός Κωλέττης εκφώνησε τον περίφημο λόγο του στη Βουλή προκειμένου να υπερκεράσει τον διχασμό ανάμεσα στους αυτόχθονες (τους Έλληνες που ζούσαν στα μέχρι τότε όρια του ελληνικού κράτους) και στους ετερόχθονες (τους εκτός των τότε συνόρων Έλληνες), χρησιμοποίησε τον νεολογισμό «Μεγάλη Ιδέα», που έμελλε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της ελληνικής εθνικιστικής πολιτικής για πολλές δεκαετίες. Η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν που οδήγησε στην εθνική ταπείνωση του 1897 και αυτή ήταν που οδήγησε στους θριάμβους των Βαλκανικών πολέμων για να ταφεί οριστικά και τραγικά το 1922 με το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου. Αυτά τα ιστορικά γεγονότα σήμαναν και μια μετατόπιση στο ιδεολογικό πεδίο. «Μέχρι το 1922» γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας στις Μεταμορφώσεις του εθνισμού (πλήρης τίτλος: Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, εκδ. Οδυσσέας, 1989), «το κύριο ζήτημα για το ελληνικό έθνος ήταν πρόβλημα ενότητας και συνέχειας, για αυτό άλλωστε και οι μεταφορές ήταν ανάλογα οργανικές (εθνική ψυχή, ελληνικό πνεύμα), ενώ από το 1923 το ζήτημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς (ελληνικότητα): πώς δηλαδή θα ξεχωρίσουμε από τα άλλα έθνη και πώς θα προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα». Μ’ αυτό τον τρόπο συντελέστηκε η ουμανιστική μεταμόρφωση της Μεγάλης Ιδέας και ο πρότερος επεκτατισμός του έθνους μετουσιώθηκε σ’ έναν πνευματικό εθνισμό.

Προς την κατεύθυνση του πνευματικού εθνισμού σημαντικός υπήρξε ο διάλογος ανάμεσα στους ιδεαλιστές και τους υλιστές διανοούμενους. «Η συμβολή του μαρξισμού στην εκκόλαψη του ιδεολογήματος της ελληνικότητας», επισημαίνει ο Τζιόβας, «υπήρξε έμμεση αλλά καίρια, με το να ωθήσει τους εθνικόφρονες διανοούμενους στο να απεκδυθούν το πατριδολατρικό τους προσωπείο φορώντας το ιδεαλιστικό τους και αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν ή να τροποποιήσουν τον παρωχημένο τους εθνικισμό αντιμετωπίζοντας τη Δύση περισσότερο καλοπροαίρετα και συνάμα ανταγωνιστικά». Ανάσχεση προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε ο «κρατικός εθνισμός» της 4ης Αυγούστου, που διακατεχόταν από έναν απομονωτικό συγκεντρωτισμό. Αυτό το αυταρχικό, σωβινιστικό και λαϊκιστικό κλίμα που καλλιέργησε η 4η Αυγούστου δεν άφησε ανεπηρέαστους ούτε όσους αντιστάθηκαν στο μεταξικό καθεστώς, αναγκάζοντάς τους κι αυτούς να συζητούν για την ελληνικότητα και να προβάλλουν εντονότερα τις λαϊκές ρίζες (Μακρυγιάννης, Θεόφιλος) – στροφή που αναπόφευκτα μεγιστοποιήθηκε από τον πατριωτισμό του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Συνοψίζοντας αυτές τις πνευματικές ζυμώσεις και προκειμένου να καταλάβουμε τη διαφορετική προσέγγιση συντηρητικών και προοδευτικών (φιλελεύθερων) διανοουμένων, θα λέγαμε ότι οι συντηρητικοί διανοούμενοι, από τον Μεταξά και μετά, υιοθετούν μια δογματική θεώρηση της ελληνικότητας και προσπαθούν να την επιβάλλουν κανονιστικά, ενώ οι φιλελεύθεροι αναγκάζονται να προτείνουν μια πιο ευέλικτη και εύκαμπτη άποψη, στην οποία κυρίαρχη θέση έχει η αδιάκοπη επικοινωνία ανάμεσα στα έθνη και η αλληλεπίδρασή τους.

Αυτές τις μεταμορφώσεις του εθνισμού μπορούμε να τις παρατηρήσουμε και στην ελληνική λογοτεχνία. Από την εθνική ανάταση που διαπνέει το Δωδεκάλογο του Γύφτου του Παλαμά – για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί/θα αιστανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά!/τα φτερά,/τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα! – που καθώς εκδόθηκε το 1907 λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, κατανοήθηκε από τους συγχρόνους του σχεδόν προφητικά για το έθνος, ως την κρίση της ελληνικής ταυτότητας που στοιχειώνει το Μυθιστόρημα του Σεφέρη – ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να/τ’ ακουμπήσω – που εκδομένο το 1935 απηχεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, ολη η ελληνική λογοτεχνία μπορεί να ειδωθεί σα μια μελέτη του εθνισμού. Τις ίδιες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε και στη ζωγραφική, από τον νατουραλισμό του Γύζη και του Βολανάκη ως τον μοντερνισμό του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και τον υπερρεαλισμό του Εγγονόπουλου, αλλά και στη μουσική με τις συνθέσεις του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Συνοπτικά θα λέγαμε, ότι όλη η ελληνική πνευματική δημιουργία αποτελεί εντέλει μια προβληματική του εθνισμού, δίνοντας σ’ αυτή την έννοια ένα πλούσιο καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο, που αποκτά συνάμα και παιδευτικό χαρακτήρα με τη διδασκαλία στα σχολεία της Ελλάδας.

Όσον αφορά τώρα τις απόψεις των συγγραφέων του επίμαχου βιβλίου για τον εθνιστικό λόγο περί ανωτερότητας και κατωτερότητας και ότι αυτός αποτελεί τροχοπέδη για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, έχω ασχοληθεί εκτενώς με άλλες μου αναρτήσεις εδώ. Θα συνοψίσω μόνο λέγοντας ότι οι πηγές των εν λόγω συγγραφέων χρειάζονται ενημέρωση καθώς έχουν σταματήσει κάπου στον 19ο αιώνα και δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τις εξελίξεις στη μεταπολεμική, μετα-αποικιοκρατική Ευρώπη. Η έννοια του εθνικού, ανώτερου πολιτισμού εγκαταλήφθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χάριν της πολυπολιτισμικότητας, που αντιμετώπιζε εξίσου όλες τις κουλτούρες μιας χώρας υποβαθμίζοντας τον εθνικό πολιτισμό σε μια από αυτές. Αυτό μοιραία οδήγησε σε μια αμφισβήτηση όλων των αξιών του Δυτικού πολιτισμού που έχουν την αφετηρία τους στο Διαφωτισμό. Η προβληματική που αναπτύσσεται σήμερα αφορά την επαναδραστηριοποίηση αυτών των αξιών χάριν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οι αξίες δηλαδή του Διαφωτισμού που διαμορφώθηκαν και υιοθετήθηκαν από τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη δεν αποτελούν σύμβολα αποκλεισμού των άλλων μη-ευρωπαϊκών λαών, αλλά πρόσκληση για τη συμμετοχή και αυτών των λαών στα αγαθά του δυτικού πολιτισμού και μιας δικαιότερης για όλους κοινωνίας.

Κοντολογίς, οι συγγραφείς του βιβλίου δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους την ιστορική σημασία που απέκτησε η έννοια του έθνους για την ελληνική κοινωνία και τις μορφές που πήρε ο εθνισμός από τον 19ο αιώνα και μετά στην Ελλάδα. Αγνοούν επίσης και τον σύγχρονο προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη γύρω από το Δυτικό πολιτισμό, που τοποθετεί αυτόν τον πολιτισμό λίγο πιο «ψηλά» σε σχέση με τους άλλους. Αντιθέτως επιμένουν σε μια μονοσήμαντη έννοια του έθνους και καταφέρονται ενάντια σε έναν πολιτισμό - φάντασμα που διαχωρίζει και αποκλείει. Επιδιώκουν δε να προκαταλάβουν και την αρνητική γνώμη του αναγνώστη υιοθετώντας την επιστημονικά αντιδεοντολογική μέθοδο να προτάξουν την ανάλυση και ερμηνεία των ερωτηματολογίων παρουσιάζοντας αυτά τα ερωτηματολόγια εκ των υστέρων – ερωτηματολόγια που κατά τ' άλλα έχουν αρκετό ενδιαφέρον και υπόκεινται βέβαια σε διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Με τη μέθοδό τους όμως οι συγγραφείς ακυρώνουν αυτή τη χρησιμότητά τους και αντ’ αυτού μας προσφέρουν έναν τυφλοσούρτη, έναν οδηγό πλοήγησης για επικίνδυνα νερά. Νομίζω ότι δεν τον χρειαζόμαστε.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Γιατί ο Καλλικράτης πρέπει να αποκτήσει την ελβετική ιθαγένεια

Αφορμή για την παρούσα ανάρτηση αποτελεί η συζήτηση που άρχισε για το σχέδιο αναδιάρθρωσης (αποφεύγω τον κακοπαθημένο στην Ελλάδα όρο μεταρρύθμιση) της τοπικής αυτοδιοίκησης, «Καλλικράτης». Πιστεύω πως στόχος κάθε νέας πρότασης θα πρέπει να είναι η μείωση της γραφειοκρατίας και, κυρίως, η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Δεν αναφέρομαι βέβαια στον νεόκοπο όρο "συμμετοχική δημοκρατία" που τόσο άβασάνιστα χρησιμοποιούν οι πολιτικοί - η δημοκρατία είναι είτε έμμεση είτε άμεση, εξασκείται είτε από αντιπροσώπους των πολιτών είτε από τους ίδιους τους πολίτες. Αντί λοιπόν να πειραματιζόμαστε με αμφιβόλου ποιότητας και αποτελεσματικότητας όρους προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το λεγόμενο δημοκρατικό "έλλειμα", πιο σώφρον θα ήταν να ανατρέξουμε σε δοκιμασμένα παραδείγματα αντιμετώπισης αυτού του ελλείματος. Έχω στο μυαλό μου το ελβετικό παράδειγμα, και αυτό σκοπεύω να παρουσιάσω εδώ, επικεντρώνοντας την προσοχή μου σ’ αυτό που αποτελεί το χαρακτηριστικό του γνώρισμα: την Άμεση Δημοκρατία.

Μια καλή –σύμφωνα με τις κριτικές - παρουσίαση του πολιτικού συστήματος της Ελβετίας κάνει ο Gregory Fossedal στο βιβλίο του Direct Democracy in Switzerland, όπου παράλληλα διηγείται πως μια χώρα με λίγους φυσικούς πόρους κατόρθωσε να γίνει μια από τις πιο πετυχημένες οικονομίες του κόσμου και πως ένα έθνος με οξύτατες θρησκευτικές και γλωσσικές διαιρέσεις έχτισε την πολιτική του ενότητα και απολαμβάνει σήμερα μια βαθιά κοινωνική γαλήνη. Στόχος του βιβλίου είναι να προβάλει το ελβετικό παράδειγμα ως πρότυπο με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούν οι δυτικές δημοκρατίες τον 21ο αιώνα.

Βασική φιλοσοφία του ελβετικού πολιτικού συστήματος είναι η αποκέντρωση της εξουσίας και η άμεση δημοκρατία όπως εξασκείται με τα συχνά δημοψηφίσματα και το δικαίωμα για υποβολή πρότασης νόμου που έχουν οι εκλογείς. Όπως και σε πολλά άλλα δημοκρατικά καθεστώτα, στυλοβάτες του πολιτικού συστήματος στην Ελβετία είναι οι διακριτές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και τα κόμματα, που άλλοτε συνασπίζονται κι άλλοτε όχι – επιπλέον το κράτος στην Ελβετία έχει ομόσπονδο χαρακτήρα. Δύο όμως είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του ελβετικού παραδείγματος: η βουλευτική ιδιότητα χαρακτηρίζεται ως ημιαπασχόληση – αυτό σημαίνει ότι οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εξασκούν κι ένα άλλο επάγγελμα προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην- και τα συχνά δημοψηφίσματα που αποτελούν ένα σταθεροποιητικό παράγοντα για το κοινοβούλιο, την κυβέρνηση, την οικονομία και την κοινωνία.

Στη συνέχεια θα εξηγήσω αυτόν το σταθεροποιητικό ρόλο που έχουν τα δημοψηφίσματα.
1. Τα δημοψηφίσματα ενισχύουν τη διάθεση για πολιτικούς συμβιβασμούς, στους οποίους προσφεύγει κάθε κυβέρνηση γνωρίζοντας τη δυνατότητα που έχει το αντίπαλο κόμμα να προκαλέσει δημοψήφισμα. Σ’ αυτή την περίπτωση η «απειλή» του δημοψηφίσματος δρα αποτρεπτικά περιορίζοντας την κυβερνητική αλαζονεία.
2. Τα δημοψηφίσματα ευνοούν τους μεγάλους συνασπισμούς, στους οποίους καταφεύγουν τα κόμματα προκειμένου να ξεπεράσουν το σκόπελο που μοιραία αυτά δημιουργούν.
3. Τα δημοψηφίσματα ενισχύουν την πολιτική σταθερότητα. Καθώς ακραίοι νόμοι θα μπλοκαριστούν σ’ ένα δημοψήφισμα, τα κόμματα είναι λιγότερο πρόθυμα να προτείνουν ριζοσπαστικές αλλαγές και οι ψηφοφόροι λιγότερο πρόθυμοι να ζητήσουν τέτοιες αλλαγές στις εκλογές. Επίσης δεν είναι απαραίτητο να παραιτηθεί η κυβέρνηση αν χάσει σ’ ένα δημοψήφισμα, γιατί τα δημοψηφίσματα λύνουν το πρόβλημα –την αποτροπή ενός ακραίου νόμου- πιο καίρια και πιο αποτελεσματικά.

Ας δούμε τώρα από ποια στάδια περνάει η ψήφιση ενός νόμου. Πρώτον, ένα προσχέδιο ετοιμάζεται από την ομοσπονδιακή διοίκηση. Δεύτερον, το προσχέδιο παρουσιάζεται σε ένα μεγάλο αριθμό θεσμικών παραγόντων όπως κυβερνήσεις των καντονιών, πολιτικά κόμματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ενώσεις πολιτών, που σχολιάζουν και προτείνουν αλλαγές. Τρίτον, το αποτέλεσμα παρουσιάζεται στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, συζητείται κεκλεισμένων των θυρών και ακολουθεί η δημόσια διαβούλευση του στην ολομέλεια του κοινοβουλίου. Σ’ αυτό το στάδιο, οι βουλευτές πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα του δεύτερου σταδίου, γιατί αν δεν το κάνουν είναι αναπόφευκτο το τέταρτο στάδιο: το εκλεκτορικό σώμα έχει δικαίωμα βέτο στους νόμους. Αν οποισδήποτε μπορέσει και συγκεντρώσει σε διάστημα τριών μηνών 50.000 υπογραφές, πρέπει να γίνει δημοψήφισμα για το συγκεκριμένο νόμο.

Οι πολίτες όμως διαθέτουν το δικαίωμα και άλλης παρέμβασης στο πολιτικό σύστημα: 100.000 υπογραφές μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στο Σύνταγμα. Το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο είναι υποχρεωμένο να συζητήσει την πρόταση των πολιτών, να τη δεχτεί ή να την απορρίψει, ή να προτείνει μια εναλλακτική. Όποια κι αν είναι η πρόταση του κοινοβουλίου, οι πολίτες είναι αυτοί που στο τέλος θα αποφανθούν με δημοψήφισμα αν θα δεχτούν την πρόταση, αν θα δεχτούν την εναλλακτική, ή αν θα προτιμήσουν να μην αλλάξει τίποτα.

Αυτά βέβαια ισχύουν σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Στο επίπεδο των καντονιών και των τοπικών κοινοτήτων, οι πολίτες μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο αριθμό δημοψηφισμάτων για θέματα της καθημερινότητας, συλλέγοντας βέβαια λιγότερες υπογραφές. Είναι χαρακτηριστική η παρουσίαση του Fossedal που μας ταξιδεύει από το Appenzeller-Innerrhoden, ένα μικρό αγροτικό καντόνι στα βορειοανατολικά, όπου οι κάτοικοι πραγματοποιούν στην πλατεία του χωριού την ετήσια συνελευσή τους για να νομοθετήσουν, στην Belinzona, στον ιταλόφωνο νότο, όπου μια ανεπίσημη επιτροπή κανονίζει να βρει εκχιονιστήρες για να ξεθάψουν κάποιους αποκλεισμένους ντόπιους, στο Hittnau, κοντά στη Ζυρίχη, όπου γίνεται μια συνάντηση ανάμεσα στους δημοτικούς συμβούλους και στους εκκλησιαστικούς επιτρόπους για τις μεταξύ τους θεσμικές σχέσεις, και στο Vevey, στη γαλλόφωνη δυτική Ελβετία, όπου το τοπικό συμβούλιο αποφασίζει με δημόσια ψηφοφορία, για το αν ένας Γιουγκοσλάβος, ένας Ρουμάνος και τρεις Ιταλοί θα γίνουν πολίτες του Vevey, και κατ’ επέκταση όλης της Ελβετίας (όπως και έγιναν). [από την κριτική του Brian Beedham (The Economist) για το βιβλίο του Fossedal.]

Τώρα θα μου πείτε ότι τέτοια πράγματα δεν μπορούν να γίνουν στην Ελλάδα, ότι η Ελβετία είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση κτλ, κτλ. Όπως επισημαίνει όμως ο Brian Beedham, «ο Θεός δε σχεδίασε την Ελβετία ως μονοπώλιο για την άμεση δημοκρατία». Αυτό σημαίνει ότι κάθε λαός μπορεί να την εξασκήσει αρκεί να την επιδιώξει. Όσο όμως στην Ελλάδα δε θέτουμε το ζήτημα της διοίκησης – κεντρικής και τοπικής- στη βάση της συμμετοχής των πολιτών σ’ αυτήν και όσο ασχολούμαστε με ψευτοδιλήμματα τύπου νομαρχία ή περιφέρεια, αντινομάρχης ή αντιπεριφερειάρχης, τόσο καταλαβαίνουμε όλοι ότι η κουβέντα γίνεται για το ποιος θα έχει τη μεγαλύτερη κουτάλα – για να τρώει περισσότερο.

Πληροφορίες γι' αυτή την ανάρτηση άντλησα από εδώ και από εδώ

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Ένα άρθρο για τους μετανάστες και τις κουλτούρες (του Kenan Malik, μτφ. Στοππάκιος)

Αυτή είναι η μετάφραση του άρθρου που σας υποσχέθηκα. Νομίζω ότι συμβάλλει αρκετά στον προβληματισμό πάνω σε θέματα μεταναστών και κουλτούρας. Πάνω από όλα όμως θέτει επιτακτικό το ερώτημα: Τι κοινωνία θέλουμε να δημιουργήσουμε; Αυτό το ερώτημα πρέπει να καθοδηγεί τη μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας, που ελπίζουμε κάποια στιγμή να τη δουμε να διατυπώνεται ξεκάθαρα και ολοκληρωμένα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει αν σ’ αυτήν την κοινωνία θα συμμετέχουν μαύροι, άσπροι, κίτρινοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι ή ό,τι άλλο. Πρέπει πέρα από φυλές, θρησκείες, εθνικότητες να δημιουργήσουμε αξίες καθολικές, στις οποίες όλοι θα συμμετέχουν και για τις οποίες όλοι θα είναι περήφανοι. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί μια συνεκτική κοινωνία που θα στοχεύει στην πρόοδο και στην ευημερία όλων.


Όλες οι κουλτούρες δεν είναι ίσες
Οι φιλελεύθεροι της Δύσης και οι φονταμενταλιστές του Ισλάμ απορρίπτουν εξίσου τις ιδέες της νεοτερικότητας, της οικουμενικότητας και της προόδου.


του Kenan Malik


«Αποκηρύσσω την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία», έγραφε ο CLR James. «Αλλά σέβομαι τη γνώση και τις εμβριθείς ανακαλύψεις του δυτικού πολιτισμού» (1)

Ο James ήταν ένας από τους μεγάλους ριζοσπάστες του εικοστού αιώνα, αντι-ιμπεριαλιστής, εξαιρετικός ιστορικός των αγώνων των μαύρων, μαρξιστής που παρέμεινε πιστός στον μαρξισμό ακόμα και όταν δεν ήταν πια της μόδας. Αλλά σήμερα η υπεράσπιση του «δυτικού πολιτισμού» από τον James θα απορριπτόταν προφανώς ως ευρωκεντρική, ακόμα και ως ρατσιστική.

Το να είσαι ριζοσπάστης σήμερα σημαίνει να δυσανασχετείς με ο,τιδήποτε είναι «δυτικό» - με το οποίο όλοι εννοούν τον μοντερνισμό και τις ιδέες του Διαφωτισμού – στο όνομα της «ποικιλομορφίας» και της «διαφορετικότητας». Το μοντερνιστικό πρόγραμμα της επιδίωξης μιας έλλογης, επιστημονικής κατανόησης του φυσικού και κοινωνικού κόσμου – πρόγραμμα στο οποίο ο James πρωτοστάτησε χωρίς να ντρέπεται- σήμερα ευρέως θεωρείται επικίνδυνη, ή ακόμη και καταπιεστική, φαντασίωση.
«Η καθυπόταξη», σύμφωνα με τον φιλόσοφο David Goldberg, «προσδιορίζει την τάξη του Διαφωτισμού: καθυπόταξη της φύσης από την ανθρώπινη διάνοια, αποικιακός έλεγχος διαμέσου της υλικής και πολιτιστικής κυριαρχίας και οικονομική ανωτερότητα διαμέσου της επικράτησης των νόμων της αγοράς». (2) Η βαθιά γνώση της φύσης και της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας, που κάποτε θεωρούνταν η βάση της ανθρώπινης χειραφέτησης, έχουν τώρα γίνει παράγων της ανθρώπινης υποδούλωσης.

Ο οικουμενισμός του Διαφωτισμού, διατείνονται αυτοί οι κριτικοί, είναι ρατσιστικός γιατί επιδιώκει να επιβάλει τις ευρω-αμερικανικές ιδέες της ορθολογικότητας και της αντικειμενικότητας στους άλλους λαούς. «Ο οικουμενικός λόγος της νεότερης Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών», διατείνεται ο Edward Said, «υπολαμβάνει τη σιωπή, ηθελημένη ή μη, του μη-ευρωπαϊκού κόσμου». (3)

Όχι μόνο για τους ριζοσπάστες, αλλά και για πολλούς επικρατούντες φιλελευθέρους, ο δρόμος που άρχισε με το Διαφωτισμό καταλήγει στην αγριότητα, ακόμα και στη γενοκτονία. Όπως διατείνεται ο κοινωνιολόγος Zygmunt Bauman «Κάθε συστατικό του Ολοκαυτώματος... ήταν κανονικό... με την έννοια ότι συμβαδίζει πλήρως με ό,τι γνωρίζουμε για τον πολιτισμό μας, τους εμπνευσμένους καθοδηγητές του, τις προτεραιότητές του, το έμφυτο όραμά του για τον κόσμο – και για τους ενδεδειγμένους τρόπους επιδίωξης της ανθρώπινης ευτυχίας μαζί με την τέλεια κοινωνία.» (4)

Ο στόχος του αντι-ιμπεριαλισμού δεν ήταν να απορρίψει τις δυτικές ιδέες, αλλά να τις επαναδιεκδικήσει για λογαριασμό όλης της ανθρωπότητας.
Η άποψη ότι ο μοντερνισμός βρίσκεται στη ρίζα κάθε κακού είναι τόσο διάχυτη ώστε μόνο δεξιοί αντιδραστικοί, όπως ο Ιταλός πρωθυπουργός Silvio Berlusconi, η τέως πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Margaret Thatcher ή ο μακαρίτης Ολλανδός πολιτικός Pim Fortuyn φαίνεται μερικές φορές πως είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν την πίστη του CLR James στην ανωτερότητα της «γνώσης και των εμβριθών ανακαλύψεων του δυτικού πολιτισμού».

Έτσι, η πραγματική ερώτηση που μπορεί κανείς να ρωτήσει στο ξημέρωμα της 11ης Σεπτεμβρίου δεν είναι, όπως έχουν προτείνει πολλοί, «Γιατί μας μισούν;», αλλά μάλλον «Γιατί φαίνεται να μισούμε τους εαυτούς μας;» Γιατί συμβαίνει οι δυτικοί φιλελεύθεροι και ριζοσπάστες να έχουν τόσο απογοητευτεί με το μοντέρνο πολιτισμό, ώστε κάποιοι να καλωσορίσουν ακόμη και την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ως μια αντι-ιμπεριαλιστική πράξη;

Ο CLR James, όπως οι περισσότεροι αντι-ιμπεριαλιστές του παρελθόντος, αναγνώριζε ότι όλες οι προοδευτικές πολιτικές είχαν τις ρίζες τους στη «δυτική παράδοση», και συγκεκριμένα στις ιδέες του ορθού λόγου, της προόδου, του ανθρωπισμού και του οικουμενισμού που αναδύθηκαν μέσα από τον Διαφωτισμό. Η επιστημονική πρόοδος, οι δημοκρατικές πολιτικές, η έννοια των οικουμενικών αξιών – αυτές είναι σαφώς καλύτερες έννοιες από αυτές που υπήρχαν προγενέστερα, ή από αυτές που υπάρχουν τώρα σε άλλες πολιτικές και πολιτιστικές παραδόσεις. Όχι γιατί οι Ευρωπαίοι είναι ανώτερος λαός, αλλά γιατί μέσα από την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό και την επιστημονική επανάσταση ξεχύθηκαν ανώτερες ιδέες.

Η δυτική παράδοση δεν είναι κατ’ ουσίαν δυτική, παρά μόνο εξαιτίας ενός ατυχήματος της γεωγραφίας και της ιστορίας. Πράγματι, η γνώση του Ισλάμ παρείχε μια σημαντική πηγή τόσο για την Αναγέννηση όσο και για την εξέλιξη της επιστήμης. Οι ιδέες που ονομάζουμε «δυτικές» είναι στην πραγματικότητα οικουμενικές, που θέτουν τη βάση για μεγαλύτερη ανθρώπινη ακμή. Να γιατί πολλοί ριζοσπάστες του περασμένου αιώνα, ιδιαίτερα ριζοσπάστες του τρίτου κόσμου, αναγνώριζαν ότι το πρόβλημα του ιμπεριαλισμού δεν ήταν το ότι αυτός ήταν μια δυτική ιδεολογία, αλλά ότι ήταν ένα εμπόδιο για την επίτευξη των προοδευτικών ιδεωδών που ξεπήδησαν μέσα από το Διαφωτισμό.

Όπως το έθεσε ο Frantz Fanon, ο αλγερινός εθνικιστής που γεννήθηκε στη Μαρτινίκα: «Όλα τα στοιχεία για την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της ανθρωπότητας, σε διαφορετικές εποχές, υπήρξαν στην ευρωπαϊκή σκέψη. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν έθεσαν σε εφαρμογή την αποστολή που τους έλαχε.» (5) Για διανοητές σαν τον Fanon και τον James, στόχος του αντι-ιμπεριαλισμού δεν ήταν να απορρίψει τις δυτικές ιδέες αλλά να τις επαναδιεκδικήσει για όλη την ανθρωπότητα.

Πράγματι, οι φιλελεύθεροι της Δύσης συχνά σοκάρονταν από το βαθμό με τον οποίο τα αντι-αποικιοκρατικά κινήματα υιοθετούσαν τις ιδέες που θεωρούνταν στιγματισμένες. Οι έννοιες του Διαφωτισμού, όπως οικουμενισμός και κοινωνική πρόοδος, παρατήρησε ο Γάλλος ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss, βρήκαν «αναπάντεχη στήριξη από λαούς που δεν επιθυμούν τίποτα περισσότερο από το να μοιραστούν τα οφέλη της βιομηχανοποίησης• λαούς που προτιμούν να δουν τους εαυτούς τους ως προσωρινά οπισθοδρομικούς παρά ως μόνιμα διαφορετικούς». Αλλού, σημείωνε ότι το δόγμα του πολιτιστικού σχετικισμού «αμφισβητήθηκε από εκείνους τους ίδιους ανθρώπους για το όφελος των οποίων οι ανθρωπολόγοι αρχικά το θεμελίωσαν». (6)

Το να διατυπώνεις κρίσεις για πεποιθήσεις και κουλτούρες θεωρείται πολιτικά άξεστο
Πώς άλλαξαν τα πράγματα. Το «μόνιμα διαφορετικό» είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο τείνουμε να βλέπουμε διαφορετικές ομάδες, κοινωνίες και κουλτούρες σήμερα. Γιατί; Κατά κύριο λόγο γιατί η σύγχρονη κοινωνία έχασε την πίστη στον κοινωνικό μετασχηματισμό, στη δυνατότητα της προόδου, στις πεποιθήσεις που ενέπνευσαν αντι-ιμπεριαλιστές όπως ο James και ο Fanon.

Το να θεωρείς τους ανθρώπους ως «προσωρινά οπισθοδρομικούς» παρά ως «μόνιμα διαφορετικούς» είναι να αποδέχεσαι ότι ενώ οι άνθρωποι είναι δυνητικά ίσοι, οι κουλτούρες σαφώς δεν είναι• είναι να αποδέχεσαι την ιδέα της κοινωνικής και ηθικής προόδου• ότι θα ήταν πολύ καλύτερο αν ο καθένας είχε την ευκαιρία να ζήσει στο είδος της κοινωνίας ή της κουλτούρας που προάγει καλύτερα την ανθρώπινη εξέλιξη.

Αλλά αυτές οι ιδέες – και αυτή καθαυτή η πράξη του να διατυπώνεις κρίσεις για πεποιθήσεις, αξίες, τρόπους ζωής και κουλτούρες- είναι που τώρα θεωρούνται ως πολιτικώς άξεστες. Στη θέση του προοδευτικού οικουμενισμού του James και του Fanon, οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες ενστερνίστηκαν μια μορφή μηδενιστικής πολυπολιτισμικότητας. Καταλήξαμε να βλέπουμε τον κόσμο διαιρεμένο σε κουλτούρες και ομάδες που κατα κύριο λόγο προσδιορίζονται από τις μεταξύ τους διαφορές. Και κάθε ομάδα κατέληξε να βλέπει τον εαυτό της αποτελούμενο όχι από ενεργούς παράγοντες που προσπαθούν να ξεπεράσουν τα μειονεκτήματά τους παλεύοντας για ισότητα και πρόοδο, αλλά από παθητικά θύματα με ανεπίλυτα παράπονα για αδικίες. Γιατί αν οι διαφορές είναι μόνιμες, πως μπορούν ποτέ να επιλυθούν οι αδικίες;

Απόρροια της μετατροπής όλου του κόσμου σε ένα δίκτυο θυμάτων είναι η μεταμόρφωση της Δύσης, και ιδιαίτερα των Ηνωμένων Πολιτειών, σε μια καθ’ όλα ισχυρή, κακόβουλη δύναμη – ο Μέγας Σατανάς – εναντίον της οποίας πρέπει να εκδηλωθεί η μανία όλων. Στους Σατανικούς Στίχους του Salman Rushdie, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, ο Σαλαδίνος, βρίσκεται φυλακισμένος σε ένα στρατόπεδο όπου κρατούνται παράνομοι μετανάστες. Ο Σαλαδίνος ανακαλύπτει ότι οι συγκρατούμενοί του έχουν μεταμορφωθεί σε κτήνη – νεροβούβαλους, φίδια κτλ. Ο ίδιος έχει γίνει τριχωτή κατσίκα.

Πώς το κάνουν, ρωτάει ο Σαλαδίνος έναν συγκρατούμενό του; «Μας περιγράφουν», έρχεται η απάντηση, «αυτό είναι όλο. Έχουν τη δύναμη της περιγραφής και εμείς ενδίδουμε στις εικόνες που κατασκευάζουν». Υπάρχει μια παρόμοια αίσθηση μοιρολατρίας στον τρόπο που πολλοί σύγχρονοι ριζοσπάστες βλέπουν τις ΗΠΑ. Ο Μέγας Σατανάς περιγράφει τον κόσμο και ο κόσμος ενδίδει σ’ αυτές τις περιγραφές.

Σ’ αυτή τη μοιρολατρία βρίσκεται ένα κοινό νήμα που συνδέει το σύγχρονο δυτικό ριζοσπαστισμό με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Στην επιφάνεια φαίνονται αντίθετοι πόλοι: οι φονταμενταλιστές αποστρέφονται την παρακμή της Δύσης, οι δυτικοί ριζοσπάστες φοβούνται τα τεκμήρια βεβαιότητας του Ισλάμ. Αλλά αυτό που ενώνει και τον έναν και τον άλλον είναι ότι και οι δυο έχουν τις ρίζες τους στη σύγχρονη μηδενιστική πολυπολιτισμικότητα• και οι δυο εκφράζουν, στην καλύτερη περίπτωση, αμφιθυμία και, στη χειρότερη, απερίφραστη απόρριψη, για τις ιδέες της νεοτερικότητας, του οικουμενισμού και της προόδου. Τέλος και οι δυο δεν βλέπουν καμιά πραγματική εναλλακτική επιλογή έναντια στην εξουσία της Δύσης.

Αν οι διαφορές είναι μόνιμες, πώς μπορούν να επιλυθούν τα παράπονα για αδικίες;
Και το πιο σημαντικό, και οι δυο συγχέουν τα οφέλη του μοντερνισμού με τις αχρειότητες του καπιταλισμού. Έτσι, οι θετικές πλευρές της καπιταλιστικής κοινωνίας – η επίκληση του ορθού λόγου, η τεχνολογική εξέλιξη, η ιδεολογική αφοσίωση στην ισότητα και τον οικουμενισμό- υποτιμώνται, ενώ οι αρνητικές πλευρές – η ανικανότητα υπέρβασης των κοινωνικών διαιρέσεων, η αντίθεση ανάμεσα στην τεχνολογική πρόοδο και τον ηθικό ξεπεσμό, οι τάσεις προς τον βαρβαρισμό – θεωρούνται ως αναπόφευκτες ή φυσικές.

Σύμφωνα μ’ αυτή την κοσμοθεώρηση, το μόνο που μπορεί να ελπίζει κανείς είναι, με τα λόγια του Edward Said, «η δυνατότητα μιας πιο γενναιόδωρης και πλουραλιστικής θεώρησης του κόσμου, όπου ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει την πορεία του με διάφορες μορφές (η πολικότητα Βορρά-Νότου της εποχής μας είναι μια απ’ αυτές), συνεχίζεται και η σχέση κυριαρχίας, αλλά οι ευκαιρίες για απελευθέρωση είναι ανοιχτές». (7) Αλλά τι μπορεί να σημαίνει η απελευθέρωση αν τίποτα δεν είναι να αλλάξει και «ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει την πορεία του»; Δεν είναι πιο πιθανό μια τέτοια άποψη να εγείρει, όχι μια «γενναιόδωρη και πλουραλιστική θεώρηση του κόσμου», αλλά μια απειλητικά δυστοπική και μισάνθρωπη, όπου το μόνο που θα απομείνει είναι μηδενιστική οργή – αυτή η οργή που οδήγησε στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου;

Η μανία που οδήγησε τα αεροπλάνα στους Δίδυμους Πύργους γαλουχήθηκε τόσο από το μηδενισμό και τη μοιρολατρία που τώρα διακατέχει μεγάλο μέρος της δυτικής κοινωνίας όσο και από τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού ή όποιου άλλου λαού στον τρίτο κόσμο. Ούτε κατ’ ελάχιστον δεν υπήρχε κάτι αντι-ιμπεριαλιστικό ή προοδευτικό στην επίθεση• ούτε υπήρχε κάτι σχετικό με τον ενστικτώδη αντι-αμερικανισμό που σήμερα εμπνέει εξίσου τους φανατικούς ισλαμιστές και τους δυτικούς ριζοσπάστες. Υπάρχουν πολλά να αποδοκιμάσει κανείς στην αμερικανική κοινωνία και στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά λίγα απ’ αυτά έχουν ενσωματωθεί στον αντι-αμερικανισμό είτε του ισλαμικού φονταμενταλισμού είτε του σύγχρονου δυτικού ριζοσπαστισμού. Μάλλον, και τα δυο είναι προϊόντα της αποτυχίας του αντι-ιμπεριαλισμού και της δυσαρέσκειας για τον μοντέρνο κόσμο. Η ειρωνεία μιας τέτοιας αποξένωσης από τον μοντερνισμό είναι ότι έχει τις ρίζες της στη «δυτική παράδοση» όπως και ο ίδιος ο μοντερνισμός – αλλά μόνο στις πιο αντιδραστικές και οπισθοδρομικές πτυχές αυτής της παράδοσης.

«Σήμερα, είμαστε παρόντες στη στάση [στάσις, ο όρος από την ιατρική, Σ.τ.Μ.] της Ευρώπης», έγραψε ο Frantz Fanon. Η Ευρώπη «απέσεισε κάθε καθοδήγηση και κάθε λογική και τρέχει ακάθεκτη προς την άβυσσο• θα κάναμε καλά να την αποφεύγαμε ολοταχώς». (8) Σαράντα χρόνια πριν, ο Fanon απήυθυνε ένα βροντερό κάλεσμα εναντίον του ιμπεριαλισμού. Σήμερα θα μπορούσε εξίσου καλά να μας προειδοποιήσει για το τι περνιέται ως αντι-ιμπεριαλισμός.

(1) CLR James, 'The Making of the Caribbean People', in Spheres of Existence: Selected Writings (London: Alison and Busby, 1980), p179

(2) David Theo Goldberg, Racist Culture (Oxford: Blackwell, 1993), p29

(3) Edward Said, Culture and Imperialism (London: Chatto & Windus, 1993), p58

(4) Zygmunt Bauman, Modernity and the Holocaust (Cambridge: Cambridge University Press, 1989), p8

(5) Frantz Fanon, The Wretched of the Earth (Harmondsworth: Penguin, 1967 [first pub 1961]), p253

(6) Claude Levi-Strauss, Structural Anthropology, vol2 (Harmondworth: Penguin, 1978 [first pub 1973]), p53; idem, The View from Afar (Harmondsworth: Penguin, 1987 [first pub 1983]), p28

(7) Edward Said, Culture and Imperialism, pp277-278

(8) Frantz Fanon, The Wretched of the Earth, pp253, 252

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Στάχτες κι Ανάσταση


Ο Άγιος Νικόλαος, καταστρέφοντας ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο


Οι στάχτες είναι του ελληνισμού. Μέσα απ' αυτές ξεπήδησε ο χριστιανισμός πατώντας πάνω σε ναούς, αγάλματα, βιβλία και πτώματα. Πίσω στον τέταρτο αιώνα. Το χρονικό της μεγάλης καταστροφής όπως το διαβάζω στον Τζίμη Παπανικολόπουλο: Μετά το διάταγμα του 380 με το οποίο ο χριστιανισμός καθιερώνεται επίσημη θρησκεία και η Ορθοδοξία επίσημο δόγμα της Εκκλησίας, οι διωγμοί εναντίον των 'εθνικών', των Ιουδαίων και των αιρετικών θα αποκτήσουν πλέον και τη νομική τους κατοχύρωση. Το 384 ο Θεοδόσιος τοποθετεί ως ύπαρχο Ανατολής έναν αγροίκο Ισπανό και υπό την άμεση επίβλεψή του οι έξαλλοι μοναχοί θα καταστρέψουν όλα σχεδόν τα Ιερά της υπαίθρου. Το 391 ακολουθεί άλλο διάταγμα που απαγορεύει την ειδωλολατρία αλλά και την απλή είσοδο στους αρχαίους ναούς, ενώ την ίδια χρονιά ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, πρωτοστατεί και αυτοπροσώπως κατευθύνει τα μαινόμενα πλήθη που πυρπολούν και ισοπεδώνουν σχεδόν το μέγα Σεράπειο με την περίφημη 'θυγατρική' Βιβλιοθήκη. Το 394, με άλλο διάταγμα απαγορεύεται κάθε επίσημη εκδήλωση των 'εθνικών' όπως ο Ολυμπιακοί Αγώνες, και το 396 θα δοθεί τέλος στα Ελευσίνια Μυστήρια. Το 412 ο επόμενος πατριάρχης Κύριλλος θα εγκαινιάσει την εκστρατεία εξόντωσης των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας, ενώ το 415 με δική του προτροπή τα χριστιανικότατα πλήθη θα κατακρεουργήσουν την έξοχη Υπατία, το καμάρι της Αλεξάνδρειας, την "θεοφιλεστάτην διδάσκαλον", όπως την αποκαλούσε ο σπουδαίος Συνέσιος, το..."άχραντον άστρον της σοφής παιδεύσεως", όπως την τραγουδά ο Παλλαδάς.

Βράδυ Ανάστασης με τα επιγράμματα του Παλλαδά αναχείρας βυθίζομαι σε μια Ελλάδα που αντιστέκεται, πονά, καταγγέλλει, θυμάται, ανησυχεί, στοχάζεται, υψώνει τραγική φωνή

Είμαστε, αλήθεια, ζωντανοί, ω Έλληνες,
καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά
κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;
Ή μήπως ζούμε εμείς
κι έχει η ζωή πεθάνει;


ΑΡΑ ΜΗ ΘΑΝΟΝΤΕΣ ΤΩ ΔΟΚΕΙΝ ΖΩΜΕΝ ΜΟΝΟΝ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΔΡΕΣ ΣΥΜΦΟΡΑ ΠΕΠΤΩΚΟΤΕΣ
ΟΝΕΙΡΟΝ ΕΙΚΑΖΟΝΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΝ ΒΙΟΝ;
Η ΖΩΜΕΝ ΗΜΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΕΘΝΗΚΟΤΟΣ;

αλλά πάντα σατιρίζει

Γαϊδούρι που αντιστέκεται και το τραγούδι που μου χαρίσαν,
μακρόθυμο, καρτερικό, των οδοιπόρων καταφύγιο.
Γαϊδούρι που αργοπερπατά,
όνειρο, πόνος, δισταγμός, αυτών που αναθυμούνται,
στο τέλος τους τα πριν.


ΑΝΤΙΣΠΑΣΤΟΝ ΕΜΟΙ ΤΙΣ ΟΝΟΝ ΜΑΚΡΟΘΥΜΟΝ ΕΔΩΚΕΝ
ΤΩΝ ΒΑΣΤΑΖΟΜΕΝΩΝ ΟΡΜΟΝ ΟΔΟΙΠΟΡΙΗΣ
ΥΙΟΝ ΤΗΣ ΒΡΑΔΥΤΗΤΟΣ ΟΝΟΝ, ΠΟΝΟΝ, ΟΚΝΟΝ, ΟΝΕΙΡΟΝ
ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΜΠΤΟΝΤΩΝ ΥΣΤΑΤΙΟΝ ΠΡΟΤΕΡΟΝ

Μέρες του Πάσχα, Αλεξάνδρεια, 300 και κάτι. Οι χριστιανοί δε βρίσκονται στις εκκλησιές αλλά στους δρόμους της πόλης όπου σφάζουν και σφάζονται.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ξεχύνονται οι τραμπούκοι παραβολάνοι και φιλόπονοι του πατριάρχη,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και θρύψαλα το περίφημο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και οι μελανειμονούντες καλικάντζαροι χορεύουν πάνω στα ερείπια του Εμπορείου, του Αδριάνειου, του Γυμνασίου, του Κρόνειου, του Ερμείου, του Τύχαιου, του Τιμώνειου, του Αρσινόειου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ο φανατισμένος όχλος με τον λιθομανή και χρυσολάτρη πατριάρχη Θεόφιλο πέφτει με βουλιμία πάνω στις περιουσίες των αρχαίων ναών

Αν μοναχοί, πώς είστε τόσοι;
Κι αν πάλι τόσοι, πώς είστε μοναχοί;
Α, τι συρφετός με μοναχούς διαψεύδει τώρα τη μονάδα!


ΕΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΙ ΤΟΣΟΙΔΕ; ΤΟΣΟΙΔΕ ΔΕ ΠΩΣ ΠΑΛΙ ΜΟΥΝΟΙ;
Ω ΠΛΗΘΥΣ ΜΟΝΑΧΩΝ ΨΕΥΣΑΜΕΝΗ ΜΟΝΑΔΑ

αναρωτιέται ο Παλλαδάς.

Μέσα από τον ορυμαγδό των καμπάνων και των βεγγαλικών προσπαθώ να ακούσω μια φωνή διστακτική, αινιγματική, βγαλμένη από μια εποχή όπου τα πράγματα ανεστράφησαν, όπου ο Απόλλωνας έδωσε τον τελευταίο του χρησμό

Πέστε του βασιλιά
πως ρήμαξε η περίλαμπρη αυλή,
ο Φοίβος πια σκέπη δεν έχει
ούτε και δάφνη ο μάντης του.
Έπαψε η πηγή να τραγουδά
και το νερό που πριν κελάρυζε
έχει σωπάσει τώρα.


ΕΙΠΑΤΕ ΤΩ ΒΑΣΙΛΗΙ ΧΑΜΑΙ ΠΕΣΕ ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΑΥΛΑ
ΟΥΚΕΤΙ ΦΟΙΒΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΛΥΒΑΝ ΟΥ ΜΑΝΤΙΔΑ ΔΑΦΝΗΝ
ΟΥ ΠΑΓΑΝ ΛΑΛΕΟΥΣΑΝ ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΚΑΙ ΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ

και μετά η μυστική Σιωπή που μόνο οι ποιητές μπορούν να αφουγκραστούν...ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

(Οι πληροφορίες και τα ποιήματα είναι από την εκτενή εισαγωγή, τη μετάφραση και τον εξαιρετικό σχολιασμό του Τζίμη Παπανικολόπουλου στο βιβλίο του, Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς και το τέλος μιας εποχής, εκδ. Πολύτυπο, 2004)

Η Ελλάδα στην κόψη του ξυραφιού: μια κριτική της πολυπολιτισμικότητας

Σε προηγούμενη ανάρτησή μου σχετικά με τις απόψεις της ειδικού γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας, Θάλειας Δραγώνα, είχα επισημάνει ότι το ιδεολογικό στήριγμα αυτών των απόψεων βρίσκεται στην έννοια της πολυπολιτισμικότητας. Στην Ελλάδα αυτή η έννοια μπορεί να φαντάζει προοδευτική και εκσυγχρονιστική, αλλά στην Ευρώπη και στην Αμερική έχει διανύσει μια ζωή πενήντα χρόνων περίπου. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα έχει συντελέσει σε σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές και έχει προκαλέσει ποικίλες πνευματικές και καλλιτεχνικές ζυμώσεις. Καθώς λοιπόν έχει δοκιμαστεί και στη θεωρία αλλά και στην πράξη, καλό θα ήταν, πριν την εισαγάγουμε στην ελληνική πραγματικότητα, να δούμε πως αξιολογήθηκαν σ’ αυτές τις χώρες τα αποτελέσματά της – πράγμα το οποίο θα επιχειρήσω να κάνω εν μέρει εδώ ασχολούμενος κυρίως με την κριτική που έχει ασκηθεί σ’ αυτή την έννοια.

Η κριτική προέρχεται και από δεξιά και από αριστερά. Οι δεξιοί επιμένουν στην απειλή της εθνικής παράδοσης και ταυτότητας, οι αριστεροί επικεντρώνονται στην απειλή της κοινωνικής συνοχής, οι πρώτοι αναμετρούνται με φαντάσματα, οι δεύτεροι με την πραγματικότητα. Η συντηρητική κριτική μάλιστα, στην Αμερική, έχει φτάσει να παραλληλίζει την πολυπολιτισμικότητα με τον μαρξισμό επισείοντας για μια ακόμα φορά το φάντασμα του κομμουνισμού (δες για παράδειγμα το άρθρο του Frank Ellis εδώ - στην Ελλάδα μια ανάλογη αντίδραση θα ήταν να παρουσιαστεί η πολυπολιτισμικότητα ως απειλή για τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη αναβιώνοντας ένα άλλο φάντασμα, αυτό του ελληνοχριστιανισμού). Η αριστερή κριτική, από την άλλη, προβληματίζεται για τον κατακερματισμό της κοινωνίας που έχει επιφέρει η πολυπολιτισμικότητα, και κατά συνέπεια για τον κατακερματισμό των κοινωνικών αγώνων και των διεκδικήσεων. Επιλογή μου εδώ είναι να παρουσιάσω αυτό τον προβληματισμό καθώς τον θεωρώ ως την πιο σοβαρή προσέγγιση του ζητήματος.

Το αίτημα της πολυπολιτισμικότητας για μια χώρα φαντάζει επιτακτικό από τη στιγμή που αυτή η χώρα προσαρμοζόμενη στις σύγχρονες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ανοίγεται προς τον κόσμο και γίνεται χώρα υποδοχής μεταναστών. Οι υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας ζητούν από το κράτος να δει αυτή την ποικιλομορφία ως κοινό αγαθό, οι αντίπαλοι τη χρησιμοποιούν για να ταχθούν εναντίον της μετανάστευσης και συχνά υπέρ του επαναπατρισμού των μεταναστών. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα με την πολυπολιτισμικότητα: αντί να παρουσιάζεται ως επίσημη ανταπόκριση στην απαίτηση της κοινωνικής βάσης μιας χώρας (όπως εκπροσωπείται από τις διάφορες εθνοτικές κοινότητες), η πολυπολιτισμικότητα έχει επιβληθεί από πάνω, ως προϊόν πολιτικών που θεσμοθετούν οι εθνικές κυβερνήσεις προκειμένου να εκτονώσουν την ένταση που προκαλείται από τις ρατσιστικές συμπεριφορές της κυρίαρχης ιδεολογίας. Συχνά όμως το αποτέλεσμα των κρατικών αυτών πολυπολιτισμικών πολιτικών είναι μια κοινωνία που διακρίνει και διαχωρίζει περισσότερο από τον παρωχημένο ρατσισμό. Αυτό υποστηρίζει ο Kenan Malik στο άρθρο του «The trouble with multiculturalism», που διαπιστώνει ότι ο υπερτονισμός της διαφορετικότητας των εθνοτικών μειονοτήτων συνεπάγεται όξυνση των φυλετικών σχέσεων.

Στη συνέχεια ο Malik κάνει μια ιστορική αναδρομή στην έννοια της πολυπολιτισμικότητας εντοπίζοντας την αρχή της στη μεταπολεμική Βρετανία της δεκαετίας του 1950 – αναδρομή που θα παρακολουθήσουμε σε αδρές γραμμές μια που κατά τη γνώμη μου μπορούν να γίνουν οξυδερκείς παραλληλισμοί και να αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για μια χώρα -την Ελλάδα- που άρχισε αρκετά αργά (από τη δεκαετία του 1990) να βιώνει ανάλογες καταστάσεις.

Στη Βρετανία, τη δεκαετία του 1950, η άφιξη μαύρων μεταναστών από την Ινδία, το Πακιστάν και την Καραϊβική, καλωσορίστηκε ως εισροή νέας εργατικής δύναμης αλλά ταυτόχρονα προβλημάτισε για την αρνητική επίδραση που θα μπορούσε να έχει στην παραδοσιακή έννοια της «βρετανικότητας». Η βρετανική ελίτ εκείνης της εποχής, λέει ο Malik, κατανοούσε τον εαυτό της και την ταυτότητά της μέσα από την έννοια της φυλής και η αθρόα μετανάστευση από τις αποικίες απειλούσε να διατάραξει τη φυλετικά προσδιορισμένη έννοια της ταυτότητας. Η βρετανική ταυτότητα έπρεπε να επαναδιατυπωθεί έτσι ώστε να συμπεριλάβει και την παρουσία των μαύρων πολιτών της χώρας.

Έτσι τη δεκαετία του 1960 εφαρμόστηκε μια διπλή στρατηγική απέναντι στους μετανάστες: από τη μια μεριά, επιβλήθηκαν αυστηροί έλεγχοι εισόδου μαύρων μεταναστών στη χώρα και, από την άλλη, θεσμοθετήθηκε ένα πλαίσιο νομιμοποίησης που στόχευε στην απαλοιφή των φυλετικών διακρίσεων και στην ενσωμάτωση των μαύρων μεταναστών στην βρετανική κοινωνία. Μ’ αυτό τον τρόπο, στη Βρετανία, το πρόβλημα των φυλετικών σχέσεων αντιμετωπίστηκε όχι τόσο ως πρόβλημα φυλετικών διακρίσεων, όσο ως πρόβλημα πολιτισμικών διαφορών.

Όμως, η πρώτη γενιά των μαύρων μεταναστών δεν ενδιαφερόταν τόσο πολύ για τη διατήρηση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων της όσο αγωνιζόταν για πολιτική ισότητα και στον πυρήνα αυτού του αγώνα ήταν η ουσιαστική εξομοίωση των μεταναστών με τον ντόπιο πληθυσμό, οι κοινές ελπίδες και αξίες, τα κοινά οράματα, και όχι η επισήμανση των αγεφύρωτων διαφορών. Προκειμένου λοιπόν να διασκεδάσουν τα αμιγώς πολιτικά αίτηματα των μαύρων, οι διεκδικήσεις των οποίων αποτελούσαν απειλή για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος και της έννομης τάξης στις πόλεις, οι αρχές της Βρετανίας έφεραν στο προσκήνιο τις πολιτικές της πολυπολιτισμικότητας. Έτσι εκατομμύρια λίρες δόθηκαν σε οργανώσεις των τοπικών κοινοτήτων προκειμένου να ενσωματώσουν τα μέλη τους στην βρετανική κοινωνία. Πυρήνας όμως αυτής της στρατηγικής ενσωμάτωσης δεν ήταν παρά ένας επαναπροσδιορισμός του ρατσισμού: ο ρατσισμός τώρα δεν ορίζεται ως άρνηση των ίσων δικαιωμάτων αλλά ως άρνηση του δικαιώματος να είσαι διαφορετικός. Από την άλλη όμως, η αντίδραση σ’ αυτή την στρατηγική ενσωμάτωσης, έδωσε έμφαση στη διαφορετικότητα των μεταναστών και στην ελεύθερη έκφραση των πολιτισμικών ιδιατεροτήτων τους και οδήγησε στο μετασχηματισμό του νοήματος της ισότητας: από το να εξασκεί κανείς τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους, περνάμε στην εξάσκηση διαφορετικών διακαιωμάτων, κατάλληλων για διαφορετικές κοινότητες.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που κυριάρχησαν στον αγώνα εναντίον του ρατσισμού στις δεκαετίες του 1960 και 1970 μετασχηματίστηκαν σε διαμάχες πάνω σε πολιτισμικά θέματα. «Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ενώνουν διαπερνώντας επί μέρους εθνικές και πολιτισμικές δομές, οι πολιτισμικές αντιπαραθέσεις αναπόφευκτα κατακερματίζουν», επισημαίνει ο Malik. Και από τη στιγμή που οι κρατικές επιχορηγήσεις συνδέθηκαν με την πολιτισμική ταυτότητα, διάφορες εθνοτικές ομάδες άρχισαν να κατοχυρώνουν με ακόμη περισσότερο ζήλο τις πολιτιστικές τους ιδιαιτερότητες. «Η μετατόπιση από την πολιτική στην πολιτισμική αρένα οδήγησε στην κατοχύρωση παλαιών διαχωρισμών και στη δημιουργία νέων», καταλήγει ο Malik. Αντί λοιπόν να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο τα προβλήματα της φυλετικής ανισότητας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της πολιτικής δυσαρέσκειας, οι αρχές της Βρετανίας ενθάρρυναν τις εθνοτικές ομάδες να ακολουθήσουν «παράλληλες ζωές».

Στη δεκαετία του 1990 η πολυπολιτισμικότητα από μια απάντηση στον αγωνιστικό αντιρατσισμό κατέληξε να γίνει μια γενική συνταγή για την κοινωνία. Με τον ίδιο τρόπο η βρετανική ταυτότητα, που τη δεκαετία του 1950 διατυπωνόταν με φυλετικούς όρους, στη δεκαετία του 1990 αμφισβητήθηκε άμεσα και μετασχηματίστηκε σε ικανότητα να ανέχεσαι τις διαφορετικές ταυτότητες.

Έτσι η πολυπολιτισμικότητα συνέβαλε στο να διαχωρίσει την κοινωνία πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι ο ρατσισμός. «Βεβαίως», λέει ο Malik, «ο ρατσισμός δημιούργησε βαθιές διαιρέσεις, αλλά βοήθησε στη γέννηση πολιτικών αγώνων εναντίον των διακρίσεων, αποτέλεσμα των οποίων ήταν να δημιουργηθούν γέφυρες ανάμεσα στις εθνοτικές, φυλετικές και πολιτισμικές ομάδες μιας κοινωνίας. Η πολυπολιτισμικότητα, από την άλλη, δεν παγίωσε απλώς αυτές τις διαιρέσεις που δημιούργησε ο ρατσισμός, αλλά έκανε την διαπολιτισμική συνεννόηση ακόμη πιο δύσκολη γιατί ενθάρρυνε τους ανθρώπους να διατρανώσουν τις πολιτισμικές τους διαφορές».

Ο Malik εντοπίζει την αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας στην αδυναμία της να κατανοήσει την ουσία της πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Η ποικιλομορφία, επισημαίνει, «είναι σημαντική γιατί μας επιτρέπει να αντιπαραθέσουμε και να συγκρίνουμε διαφορετικές αξίες, πεποιθήσεις και τρόπους ζωής, να διατυπώσουμε κρίσεις για αυτά και να αποφασίσουμε ποιά είναι καλύτερα και ποια χειρότερα. Είναι σημαντική, με άλλα λόγια, γιατί μας επιτρέπει να εμπλακούμε στον πολιτικό διάλογο και την αντιπαράθεση που μπορεί να βοηθήσει τη δημιουργία ακόμη πιο οικουμενικών αξιών και πεποιθήσεων. Αλλά αυτόν ακριβώς το διάλογο και αυτή την αντιπαράθεση και τη διατύπωση αυτών των κρίσεων, η πολυπολιτισμικότητα προσπαθεί να καταπιέσει στο όνομα της «ανεκτικότητας» και του «σεβασμού»... Το αποτέλεσμα δεν είναι μια μεγαλύτερη ευαισθησία στις πολιτισμικές διαφορές αλλά μια αδιαφορία για τις ζωές των άλλων ανθρώπων, μια αδιαφορία που βρίσκεται στον πυρήνα των «παράλληλων κόσμων» που κατοικούνται από διαφορετικές κοινότητες... Η πολιτισμική ποικιλομορφία αποκτά σημασία μόνο μέσα σ’ ένα πλαίσιο κοινών αξιών και πεποιθήσεων που μας καθιστά ικανούς να μεταχειριστούμε ισότιμα όλους τους ανθρώπους. Και για να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο πλαίσιο απαιτεί να είμαστε λίγο περισσότερο μη-ανεκτικοί και να δείξουμε λίγο λιγότερο σεβασμό».

Αναφέρθηκα εκτενώς στο παράδειγμα της Βρετανίας – κάποιος θα μπορούσε να αναφερθεί σε κάποια άλλη χώρα της Δύσης- γιατί πιστεύω ότι η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε μια ανάλογη θέση στην οποία βρέθηκε δεκαετίες πριν η Βρετανία και μπορούμε έτσι να εξαγάγουμε πολύτιμα συμπεράσματα και να σταθμίσουμε τη δική μας πολιτική απέναντι στο πρόβλημα. Το κύριο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το τι κοινωνία θέλουμε να φτιάξουμε. Θέλουμε να ενσωματώσουμε τους μετανάστες στην ελληνική κοινωνία με τον τρόπο που προσπάθησε να το κάνει αμέσως μετά τον πόλεμο η Βρετανία, καλώντας τους να εγκαταλείψουν τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες; Θέλουμε να διατηρήσουν αυτές τις ιδιαιτερότητες κατακερματίζοντας την ελληνική κοινωνία σε μια σειρά από ίσες κουλτούρες και υποβαθμίζοντας μοιραία τον δικό μας πολιτισμό σε μια απ’ αυτές; Ή θέλουμε να καλέσουμε σε διάλογο όλους τους άλλους πολιτισμούς αναγνωρίζοντας την εξέχουσα θέση του δικού μας, προκειμένου να επαναδιατυπώσουμε νέες οικουμενικές αρχές;

Μπορεί αυτά τα ερωτήματα να ακούγονται περίεργα αλλά, πιστέψτε με, είναι αυτά που πρέπει να μας αποσχολήσουν όταν καταπιανόμαστε με το θέμα των μεταναστών. Εμείς όμως αντί να προβληματιστούμε πάνω σ’ αυτά, καταφεύγουμε σε αποσπασματικές και σπασμωδικές κινήσεις δήθεν μεταναστευτικής πολιτικής: επιχειρήσεις σκούπα της αστυνομίας, αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για την είσοδο των μεταναστών στη χώρα, στρατόπεδα συγκεντρώσεως παράνομων μεταναστών, απελπισμένες φωνές για ευρωπαϊκή βοήθεια... Και πολύ φοβάμαι ότι της ίδιας τάξης είναι και το θέμα της ιθαγένειας που συζητιέται τελευταία.

Πιστεύω ότι βάση για τον διάλογο με τους άλλους πολιτισμούς πρέπει να είναι ο δυτικός πολιτισμός, που στηρίζεται στις κατακτήσεις του Διαφωτισμού και στις αξίες του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Στόχος του διαλόγου είναι να επαναδιατυπώσει αυτές τις αξίες για όλη την ανθρωπότητα. Μπορεί να ακούγεται ευρωπαϊκοκεντρικό ή ελληνοκεντρικό, αλλά είναι απαραίτητο να δεχτούμε την εξέχουσα θέση του δυτικού πολιτισμού σ’ αυτή την ιστορία, που παρά τις αδυναμίες του εξακολουθεί να εμπνέεται από τις ιδέες της νεοτερικότητας, της οικουμενικότητας και της προόδου – ιδέες που μπορεί να μας οδηγήσουν σε μια καλύτερη ζωή και μια καλύτερη κοινωνία. Για αυτό το θέμα θα επανέλθω με μια νεότερη ανάρτηση σύντομα, στην οποίο θα μεταφράζω το άρθρο του Kenan Malik, «Όλες οι κουλτούρες δεν είναι ίσες», το οποίο μπορείτε να διαβάσετε στα αγγλικά εδώ. Αν αναρωτιέστε ποιος είναι ο Kenan Malik επισκεφτείτε την ιστοσελίδα του.

Την ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω σ' αυτή την ανάρτηση μπορείτε να την παρακολουθήσετε εδώ

Το όνειρο της Ρώμης: μια απάντηση στον οθωμανισμό της κας Δραγώνα

Πολλές αντιδράσεις έχουν υπάρξει τελευταία για τις δηλώσεις, τώρα και άλλοτε, της κυρίας Θάλειας Δραγώνα, ειδικού γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας –και διακαιολογημένα άλλωστε μια που, λόγω της θέσεως της, άπτονται της ιδεολογικής συγκρότησης του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του. Σ’ αυτή την ανάρτηση θέλω να προκαλέσω το ιδεολογικό υπόβαθρο που βρίσκεται πίσω από τις δηλώσεις της ειδικού γραμματέως και να καταδείξω ότι οι απόψεις «της μόδας» μπορεί να είναι εκσυγχρονιστικές αλλά δεν είναι πάντα και προοδευτικές.

Η αφετηρία τέτοιου είδους απόψεων βρίσκεται στη σφαίρα του πολιτικώς ορθού και δημοφιλούς «multicultural», που κακώς στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «πολυπολιτισμικό», μια που στο επίκεντρο δεν είναι η έννοια του πολιτισμού αλλά αυτή της κουλτούρας. Η ουδέτερη έννοια της κουλτούρας χρησιμοποιείται στο σύγχρονο μετα-αποικιοκρατικό κόσμο για να δηλώσει την ισότητα όλων των κοινωνιών σε αντίθεση με τη στενάχωρη έννοια του πολιτισμού που θεωρήθηκε μειωτική για τις κοινωνίες που αποκλείονται απ’ αυτό τον χαρακτηρισμό. Υπό το πρίσμα λοιπόν του «πολυπολιτισμικού» έχουν την ίδια βαρύτητα και σημασία η Αρχαία Αίγυπτος, η Αθηναϊκή Δημοκρατία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Φραγκικό Βασίλειο του Καρλομάγνου και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Της ίδιας βαρύτητας είναι και η κουλτούρα κάθε λαού που έζησε και δημιούργησε σ’ αυτόν τον πλανήτη και που σε άλλη περίπτωση δε θα αξιωνόταν της παραμικρής μνείας δίπλα στο μεγαθήριο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Γιατί σε τελική ανάλυση ο στόχος αυτής της ιδεολογικής μετατόπισης από τον πολιτισμό στην κουλτούρα είναι η εξέχουσα θέση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, στερημένος από το προνόμιο της ανωτερότητας, δεν μπορεί να έχει κυρίαρχη θέση στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Δύσης αλλά θα παρουσιάζεται ισότιμα με τον πολιτισμό της Αρχαίας Αιγύπτου για παράδειγμα, που χάρη στις μούμιες και τις πυραμίδες είναι μάλλον πιο δημοφιλής. Ομοίως η αφετηρία της Ενωμένης Ευρώπης θα αναζητηθεί στο Φραγκικό Βασίλειο του Καρλομάγνου, που ενσαρκώνει εναργέστερα τον σημερινό γαλλογερμανικό άξονα –άλλωστε η υπόμνηση και μόνο της Ρώμης στους Γερμανούς φέρνει τραυματικές εμπειρίες. Η μόνη αναφορά στον ελληνορωμαϊκό κόσμο θα εξαντλείται στην παράνοια του Νέρωνα και του Καλλιγούλα και στους ασκητικούς αγίους που ζούσαν σε επαφή με το Θεό και τη φύση! Με ένα τέτοιο μοντέλο εκαπαίδευσης καλείται να εκσυγχρονιστεί και η σημερινή Ελλάδα και σ’ αυτό συντείνουν οι απόψεις της κας Δραγώνα.

Να ξεκαθαρίσω κάτι. Συμφωνώ με το σκεπτικό αυτής της αλλαγής, γιατί επιφέρει το θάνατο του «πολιτισμού» ως εμβλήματος ηθικής ανωτερότητας, που έχει οδηγήσει στον εθνικισμό, στον ιμπεριαλισμό, στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Αλλά μαζί μ’ αυτά δεν χρειάζεται να πετάξουμε και την έννοια του ανώτερου πολιτισμού και να επιβάλλουμε μια επίπεδη εικόνα του κόσμου. «Καλώς ή κακώς (και συχνά κακώς)», λέει ο Bryan Ward-Perkins (στο βιβλίο του Η πτώση της Ρώμης και το τέλος του πολιτισμού, μτφ. Θεόδωρος Γιαννόπουλος-Ολυμπία Χειμωνίδου, εκδ. Θυραθεν, 2006), «κάποιες κουλτούρες είναι πολύ πιο σύνθετες και εξελιγμένες από ό,τι άλλες. Κοινωνίες με μεγάλες πόλεις, σύνθετα δίκτυα παραγωγής και διακίνησης, και ευρύτατη χρήση του γραπτού λόγου είναι καταφανώς διαφορετικές από τις κοινωνίες των μικρών κοινοτήτων με οικιακή ως επί το πλείστον παραγωγή και προφορική κουλτούρα». Ο Bryan Ward-Perkins προσεγγίζει την έννοια του πολιτισμού (του ανώτερου ελληνορωμαϊκού πολιτισμού εν προκειμένω) με καθαρά υλιστικούς όρους, που καθιστούν την ανωτερότητα αντικειμενικά μετρήσιμη έννοια. Η λέξη «πολιτισμός», επισημαίνει, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια συντομογραφία της φράσης «οι σύνθετες κοινωνίες και τα πάσης φύσεως παραγωγά τους». Μέτρο της ανωτερότητας ενός πολιτισμού μπορούν να αποτελέσουν η ικανότητα μαζικής παραγωγής αγαθών υψηλής ποιότητας, η εξάπλωση της ευμάρειας, ένα καλοσχεδιασμένο και καλοσυντηρημένο δίκτυο συγκοινωνιών και διακίνησης αγαθών και ιδεών, η ικανότητα γραφής και ανάγνωσης από την πλειονότητα του πληθυσμού.

Καλά, εντάξει, θα μου πείτε. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός είναι ανώτερος, και τι μ’αυτό; Σε τι ωφελεί αυτή η διαπίστωση; Μπορεί να κάνει τον κόσμο μας καλύτερο; Να οδηγήσει σε ένα νέο modus vivendi για τους λαούς της οικουμένης σήμερα; Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο της πολυδιαφημιζόμενης και δημοφιλούς πολυπολιτισμικότητας. Βεβαίως και μπορεί. Γιατί στη Ρώμη, που εξέφρασε πληρέστερα αυτό τον πολιτισμό, επιτεύχθηκε ένα θαύμα και ένα όραμα για όλη την οικουμένη. Για τους Ρωμαίους, η γραμμή του αίματος, η καταγωγή δεν είχε καμιά βαρύτητα. Πίστευαν ότι ο καθένας θα μπορούσε να γίνει Ρωμαίος πολίτης αν ακολουθούσε τους κανόνες και προσαρμοζόταν. Πίστευαν ότι η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσε να κερδίσει ένας Ρωμαίος, ήταν να περάσει στην ιστορία ως κάποιος που επέκτεινε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Και πίστευαν ακόμα ότι δεν υπήρχε καλύτερη μοίρα για τον υπόλοιπο κόσμο, από το να κατακτηθεί από τη Ρώμη. Βεβαίως και ο αγώνας επιβολής της ρωμαϊκής εξουσίας υπήρξε σκληρός, και ήταν πολλοί εκείνοι που αντιστάθηκαν άγρια. Τα προνόμια όμως του Ρωμαίου πολίτη μετέτρεψαν την αντίσταση σε συγκατάθεση και τελικά σε περηφάνεια. Όλοι οι κατακτημένοι λαοί ενσωματώθηκαν γρήγορα στην ρωμαϊκή κοινωνία, συνέχισαν την πνευματική ζωή και ανήλθαν στα ανώτερα πολιτειακά αξιώματα. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός γεννήθηκε στην Κροατία και ο Κωνσταντίνος Α΄ στη Νίσα της σημερινής Σερβίας, όσο για τον Σεπτίμιο Σεβήρο, το χρώμα του στις απεικονίσεις που μας έχουν σωθεί δείχνει ξεκάθαρα ότι ήταν αφρικανός.

Σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται σ’ ενα μεταίχμιο. Οι σύγχρονες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις έχουν δημιουργήσει μια ρευστή κατάσταση από την οποία έχει αναδυθεί περίλαμπρα η παρουσία του άλλου, του διαφορετικού, του αλλοδαπού, του αλλόθρησκου. Αυτό μοιραία προκαλεί μια κρίση ταυτότητας και αναζήτηση ενός νέου τρόπου που να μην αποκλείει, να μην περιθωριοποιεί. Η θεωρία του πολυπολιτισμικού προβάλλει ως μια λύση συμβίωσης και συνύπαρξης με το διαφορετικό, αλλά δεν είναι η μόνη. Να πως περιγράφει ο Boris Johnson (στο βιβλίο του Το όνειρο της Ρώμης, μτφ. Μάκης Κολλητίδης, εκδ. Θύραθεν, 2008) το όραμα για την Ευρώπη σήμερα:

Κάποια μέρα, εφόσον τα βρούμε με ην Τουρκία, θα μπορέσουμε να ξαναχτίσουμε ολόκληρη εκείνη την αρχαία αρμονική ενότητα γύρω από τη Μεσόγειο, να επιτύχουμε την πλούσια και ελεύθερη διασπορά αγαθών από τα στενά του Γιβραλτάρ μέχρι τον Βόσπορο, από την Τύνιδα στη Λυών. Θα μπορούσαμε να κλείσουμε το ρήγμα που προκάλεσαν οι μουσουλμανικές εισβολές. Θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε, για άλλη μια φορά, τη Ρωμαϊκή Οικονομική Κοινότητα γύρω από την Mare Nostrum. Με τον καιρό, θα χρειαστεί να σφυρηλατήσουμε νέους, βαθύτερους δεσμούς με τις βορειοφρικανικές χώρες του Μαγκρέμπ, με βάση την αρχαία ρωμαϊκή ιδέα της ανεκτικότητας. Είναι καιρός πλέον να ωριμάσουμε και να ανγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο, να εγκαθιδρύσει το Ισλάμ ένα νέο χαλιφάτο στη Δυτική Ευρώπη και είναι καιρός και για τους Μουσουλμάνους να προσαρμοστούν στην εποχή μας και να αναγνωρίσουν το μη αναστρέψιμο της γυναικείας χειραφέτησης, να αναγνωρίσουν επίσης ότι δεν αποτελεί όνειδος το να παραμένει κάποιος απαθής στο ερώτημα αν ο Μωάμεθ είναι ή όχι ο μοναδικός προφήτης του Θεού, ότι όταν μια θρησκεία είναι αληθινά σπουδαία, δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν οι άνθρωποι ζωγραφίζουν εικόνες του προφήτη της. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί όσο οι Μουσουλμάνοι αισθάνονται δαιμονοποιημένοι, όσο η ίδια η αίσθηση της ταυτότητάς τους και του συνανήκειν δημιουργείται από ένα αίσθημα απόρριψης και κατωτερότητας. Ένας από τους λόγους που το ρωμαϊκό σύστημα λειτούργησε τόσο καλά ήταν ότι οι διαφορετικές φυλές και θρησκείες ενέπνεαν την περιέργεια και το σεβασμό, και όχι την παράνοια. Αυτό είναι το όραμα που αξίζει να αναβιώσει. Ένα όνειρο που αξίζει να γίνει πραγματικότητα, όχι μόνο επειδή διατηρεί την ελπίδα της επανένωσης των δυο μισών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γύρω από τη Μεσόγειο. Αν μπορέσουμε να επιτύχουμε μια συμφιλίωση ανάμεσα στο Ισλάμ και τον Χριστιανισμό, υποθέτω ότι θα σώσουμε και τις ζωές αθώων ανθρώπων όπως η Αδελφή Λιονέλλα.

Όποιες αντιρρήσεις κι αν έχει κανείς μ’ αυτή την προσέγγιση, δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι οδηγεί σε μια καλύτερη ζωή και έναν καλύτερο κόσμο πέρα από εθνικισμούς και μισαλλοδοξίες. Και μπορούμε να το επιτύχουμε αυτό χωρίς να προστρέξουμε σε μια αμφισβητούμενη και ύποπτη έννοια (η πολυπολιτισμικότητα είναι εφεύρημα της αμερικανικής πολιτικής), αλλά ανατρέχοντας στη δική μας εθνική ιστορία, χωρίς να αναγκαστούμε να την υποτιμήσουμε, για να μην δυσαρεστήσουμε τους γείτονές μας, όπως επιβάλλουν οι καλοί τρόποι της πολυπολιτισμικότητας. Επιπλέον δε θα χρειαστεί σε μια άλλη πράξη αβροφροσύνης να αναζητήσουμε παραδείγματα συμβίωσης στη δεσποτική και θεοκρατική Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορούμε να συμβιώσουμε αρμονικά με τον άλλο, τον διαφορετικό. Γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται: η ιστορία πάντα χρησιμοποιείται ιδεολογικά, για τη συγκρότηση της ταυτότητας ενός λαού και του οράματός του για το μέλλον. Και μ’ αυτη την προοπτική εντάσσεται στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα μιας χώρας. Αλλιώς δεν ενδιαφέρει κανέναν παρά μόνο μια χούφτα μίζερων ακαδημαϊκών.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails