Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Στα κακομαθημένα παιδάκια λέμε όχι.


Αχ, καλοί μου δανειστές, να ξέρατε πόσο σας νιώθω! Που δε θέλετε να δανείσετε άλλο πια στην Ελλάδα, αυτή τη ρουφήχτρα, τη χοάνη, τον πίθο των Δαναΐδων! Κάνετε τα πάντα για να την αποθαρρύνετε, θέτετε αυστηρούς όρους, βάζετε υψηλά επιτόκια... Λέτε αλλά... σας καταλαβαίνει; Σας νιώθω γιατί έτσι νιώθει το κάθε εργατικό μυρμηγκάκι αυτής της σκατοχώρας, της πουλημένης, της άκαρδης, της στρίγκλας, του τενεκέ ξεγάνωτου, που τίμια και παστρικά -μη γελάτε υπάρχουν και τέτοια- προσφέρει το κατιτίς του από το μόχθο του για να γίνουν δρόμοι, νοσοκομεία, σχολεία, δουλειές και αντ’ αυτών γεμίζουν οι τσέπες αρκετών επιτήδειων που θα σκάσουν καμιά μέρα από το πολύ φαΐ πανάθεμά τους. Αλλά εσείς φταίτε γι’ αυτό. Ναι εσείς! Εσείς που εξακολουθείτε να της δανείζετε. Αυτή η τσούλα, η κατσικοπόδαρη, η γκαντέμω συμπεριφέρεται σαν κακομαθημένο παιδάκι που όλο γκρινιάζει και κλαίγεται μέχρι να τσεπώσει τα χρήματα του μπαμπά και της μαμάς για να πάει να τα χαλάσει σε γλειφιτζούρια και γαριδάκια. Και όσο εξακολουθεί να βρίσκει χρήματα, θα εξακολουθεί να συμπεριφέρεται μ’ αυτό τον τρόπο. Γιατί λοιπόν της δανείζετε; Πείτε της ό-χ-ι και αφήστε την να βράσει στο ζουμί της. Πιέστε την να αναγκάσει όλους τους πολίτες της να πληρώνουν τους φόρους που τους αναλογούν, να κόψει τους παραλογισμούς και τις σπατάλες, να δικάσει τους κλέφτες και να πάρει πίσω τα κλεμμένα. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αποσβέσει το χρέος της. Εδώ που τα λέμε αυτό είναι που σας ενδιαφέρει. Είσαστε κι εσείς λίγο κουμασάκια, το ξέρω. Σας βολεύει τα κράτη να δανείζονται –πώς αλλιώς θα βγάλετε εύκολο χρήμα;- αλλά να μην το παρακάνουν κιόλας! Γιατί δε θα πάρετε τα λεφτά σας πίσω! Κι από την Ελλάδα δε θα δείτε δεκάρα τσακιστή ποτέ! Γι’ αυτό σας λέω μην της δανείζετε πια! Αν μη τι άλλο είναι για το καλό της. Θα την αναγκάσετε να φερθεί δίκαια και τίμια. Μη γελάτε είπα! Μόνο έτσι θα μπορέσετε να της έχετε εμπιστοσύνη. Μόνο έτσι θα κερδίσετε, σας λέω! Αλλιώς θα σας ξανακοροϊδέψει όπως σας κορόιδευε χρόνια τώρα. Πρέπει να δείξετε λίγη κατανόηση. Μην την καλοπιάνετε προσφέροντας της απλόχερα ό,τι ζητήσει. Το ξέρω είχε δύσκολα παιδικά χρόνια. Κατοχή, χούντα, τα αγαρηνά σκυλιά παλιότερα... Είχε μείνει πετσί και κόκκαλο. Και ξαφνικά είδε το τραπέζι γεμάτο κι έπεσε με τα μούτρα. Βουρ στο ψητό! Τώρα όμως κοντεύει πια να σκάσει. Χρειάζεται δίαιτα. Επιτέλους, αναλάβετε τις ευθύνες σας ως καλοί γονείς! Μην την αφήνετε να τρώει άλλο! Και μεταξύ μας... Αυτό που θα χάσει θα το κερδίσετε εσείς, πιστέψτε με. Θα βγείτε διπλά κερδισμένοι: και καλοί γονείς και ματσωμένοι! Να δω κι εγώ ο έρμος μια άσπρη μέρα... που δουλεύω σαν το σκυλί, μεροδούλι μεροφάι, πληρώνω τους φόρους μου ντάγκα ντάγκα κάθε χρόνο τους τα στάζω για να βλέπω να αφρατεύει ο κώλος εκείνου του χοντρού που μας κατσικώθηκε πεντέμισι χρόνια και τό σκασε νύχτα στα τσακίδια παναγία μου γιατί ο άλλος που μας ήρθε και μας φλόμωσε στο ψέμα υπάρχουν λεφτά υπάρχουν λεφτά καλύτερος είναι φούμαρα ξέρω όμως που πήγαν τα λεφτά τα έκανε ταγέρ η Γιάννα και η κάθε ολυμπιακή γιάννα αλλά ας μην το ανοίξω τώρα το ρημάδι... Γι’ αυτό σας λέω καλοί μου ευεργέτες –στο σχολείο μας έμαθαν και τη λέξη τοκογλύφος αλλά δεν ταιριάζει σε σας και στο καλό που πάτε να κάνετε- αν δε θέλετε να βοηθήσετε με το αγνό πατρικό αίσθημα που σας διακρίνει την άσωτη κόρη σας Ελλάδα λυπηθείτε εμένα και λυτρώστε με από το μαρτύριο του Σίσυφου που περνάω τσοντάροντας σε τρύπια πιθάρια και πάψτε να ταΐζετε συνεχώς την κεντρική εντόπια γαστέρα. Please.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Για έναν πολιτισμό από το λαό για το λαό. (Μικρή αναφορά στον Τίτο Βανδή).

Επικρίθηκα που δεν πήγα να δω τη θεατρική παράσταση που φιλοξενήθηκε φέτος στον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού μου, ελλείψει βέβαια της δικής μας καθιερωμένης, ετήσιας θεατρικής δημιουργίας. -Μα πως δεν ήρθες, εσένα που σου αρέσει το θέατρο, που έχεις συμμετάσχει σε τόσες παραστάσεις; ...Ε ναι, δεν πήγα. Και ο λόγος είναι απλός. Δεν έχει σημασία αν μια παράσταση είναι καλή ή κακή, επαγγελματική ή ερασιτεχνική· παρακολουθώντας την απ’ έξω, δεν παύει να είναι κάτι ξένο, αδιάφορο. Σου στερεί τη χαρά της συμμετοχής, της δημιουργίας, του στησίματος της βήμα βήμα, της συλλογικότητας. Γιατί μια παράσταση αποτελεί έναν τόπο συνάντησης όπου ο καθένας, από τον μαραγκό, τον ηλεκτρολόγο, ως τους ερμηνευτές, προσφέρει αυτό που μπορεί. Και ο κόσμος συμμετέχει όχι ως απλός θεατής, αλλά συμπρωταγωνιστεί και συμπάσχει με τους συγγενείς, τους φίλους, τους συγχωριανούς. Μια θεατρική παράσταση δεν είναι θέαμα. Είναι βίωμα.

Πάνω απ’ όλα το θέατρο προϋποθέτει μια κοινότητα ανθρώπων – ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους, συμβιώνουν και συμπάσχουν. Μέσα σε μια τέτοια κοινότητα ανακαλύφθηκε τυχαία στην αρχαία Αθήνα, και εκεί παρέμεινε, στα όρια της πόλης. Καμιά άλλη πόλη δεν ανέπτυξε το θέατρο, αλλά ούτε και οι Αθηναίοι αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να το διαδώσουν κάνοντας περιοδείες στις άλλες πόλεις. Σ’ ένα γύρισμα της ιστορίας, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, διαδόθηκε βέβαια, αλλά έχασε τη βιωματική του υπόσταση. Έγινε θέαμα, τέχνη. Και με αυτή τη μορφή το παραλάβαμε εμείς στα νεότερα χρόνια.

Και σήμερα; Ποια θέση κατέχει το θέατρο στη σύγχρονη, καπιταλιστική μας κοινωνία; Είναι ένα πολιτιστικό προϊόν ανάμεσα στα άλλα: βιβλίο, μουσική, γλυπτική, ζωγραφική. Παράγεται, διανέμεται, πουλιέται, αγοράζεται, καταναλώνεται. Όπως καταναλώνονται τα πορτοκάλια και οι ντομάτες, τα αυτοκίνητα και οι υπολογιστές, και όλα τα εμπορικά προϊόντα ή τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αυτή η άποψή μου δεν είναι απαξιωτική της τέχνης και του πολιτισμού γενικότερα· κατέληξα σ’ αυτή έχοντας δει πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις, και εδώ και στην ευρωπαϊκή θεατρική πρωτεύουσα, το Λονδίνο· έχοντας επισκεφτεί τις μεγαλύτερες πινακοθήκες και τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης· έχοντας διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα. ...Και μετά ήρθε η απάθεια, η ανία. Αυτή την αδιαφορία μου για την τέχνη και τον πολιτισμό προσπαθώ τώρα να εξηγήσω.

Στην προσπάθειά μου αυτή θυμήθηκα τον Τίτο Βανδή και το όραμά του, όταν το 1997 είχε γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ολύμπου. Ήθελε, λέει, να δώσει τοπικό χρώμα στο Φεστιβάλ, να δημιουργήσει ενότητες όπου οι ντόπιοι να βιώσουν τις δημιουργίες των άλλων, αλλά και οι ίδιοι να δημιουργήσουν βιώνοντας. Στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεών του επισκέφτηκε το χωριό μου και την ερασιτεχνική θεατρική μας ομάδα. Ωραία θα ήταν, είπε, να οργανωθούν στα χωριά τέτοιες ερασιτεχνικές ομάδες και να παρουσιάσουν τις δημιουργίες τους σε μια ενότητα του Φεστιβάλ Ολύμπου! Δεν πρόλαβε βέβαια να παραγματοποιήσει τα μακρόπνοα σχέδιά του. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, λίγους μήνες μετά το διορισμό του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο λόγος ήταν η δημοσιοϋπαλλιλίστικη νοοτροπία των συνεργατών του, αυτών των ακαλαίσθητων και άμουσων βολεμένων κρατικών υπαλλήλων. Το ξέρω, του είχε πει ο τότε υπουργός πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος, όταν ο ίδιος του είχε εκφράσει τα παράπονά του, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, είναι... του κόμματος.

Συνήθιζε να επισημαίνει τη διαφορά αισθητικής αντίληψης που τον χώριζε από τους υπαλλήλους με τους οποίους κλήθηκε να συνεργαστεί, κάνοντας αναφορά στο καλαθάκι με τα κεράσια που του είχε χαρίσει μια κυρία. Ήταν τόσο όμορφα τοποθετημένα στο καλάθι και τόσο ωραία στολισμένο που δεν ήθελα να τα φάω, έλεγε, και για να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα έβαλα όπως ήταν στο ψυγείο. Μου αρκούσε να τα βλέπω. Μια μέρα βρήκε το καλάθι άδειο, τα κεράσια φαγωμένα. Ποιος τα έφαγε; ρώτησε. Εγώ, απάντησε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ, –ναι ο Τίτος Βανδής είχε προϊστάμενο ένα χοντρόπετσο κομματόσκυλο- μη φωνάζεις όμως, θα σου αγοράσω δυο τρία κιλά. Λες και η φασαρία γινόταν για τα κεράσια! Και όχι για την επινοητικότητα, τη δημιουργικότητα, την τέχνη με την οποία ήταν τοποθετημένα στο καλαθάκι!

Το ερώτημα λοιπόν για την τέχνη και τον πολιτισμό προβάλλει καίριο. Πώς θα κάνουμε έναν λαό να ξεχωρίσει τον πολιτισμό από τα κεράσια; Όχι πάντως βάζοντάς τα στο ίδιο καφάσι - κάτι που, φοβάμαι, μοιραία γίνεται όταν τα αντιμετωπίζουμε και τα δυο ως απλά εμπορικά προϊόντα. Το κλειδί βρίσκεται στο όραμα του Τίτου: να κάνουμε το λαό συμμέτοχο και δημιουργό του πολιτισμού που καταναλώνει. Να επιστρέψει ο πολιτισμός στη βιωματική του υπόσταση που είχε στην αρχαιότητα. Και αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων και των περιφερειακών φεστιβάλ που αντί να πατρονάρουν κρατικοδίαιτους θιάσους και άστεγους καλλιτέχνες, μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για την πολιτιστική αναγέννηση της υπαίθρου αλλά και ολόκληρης της χώρας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει όσο αυτά πλασάρονται σα μεγάλα σουπερμάρκετ απ’ όπου ο καθένας ψωνίζει ό,τι του χτυπάει στο μάτι.

Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα θα πάω να χειροκροτήσω τη χορωδία του χωριού μου στο αφιέρωμα που ετοίμαζε όλο το χρόνο στο Μάνο Λοϊζο. Θα χειροκροτήσω την προσπάθειά τους, το ζήλο τους, την αγωνία τους· που κατάφεραν όλη τη χρονιά, με την κουβέντα και το τραγούδι, να κρατήσουν ζωντανή τη μουσική του Μάνου. Αυτό για μένα αποτελεί το βίωμα της δημιουργίας των άλλων. Αυτό είναι πολιτισμός: το να δημιουργείς βιώνοντας, να βιώνεις δημιουργώντας· η ουσία της ζωής της ίδιας.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails