Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Ποιος Καβάφης;


Και ξαφνικά η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ανακηρύξει το 2013 σε έτος Καβάφη –γιορτάζοντας τα 150 χρόνια από τη γέννησή του. Το πρόβλημα με τέτοιου είδους ανακηρύξεις, με βραβεύσεις ή με την ένταξη στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι ότι όλα αυτά απομυζούν  από τον ποιητή –τον κάθε ποιητή- και από την ποίηση τον όποιο ριζοσπαστισμό ή/και επαναστατικότητα  διαθέτει. Η θέσμιση ενός ποιητή αποσιωπά κάποιες πλευρές του έργου του που μας φέρνουν σε αμηχανία και δεν συνάδουν με το πνευματικό, εκπαιδευτικό, ακαδημαϊκό, κοινωνικό πρότυπο, που αυτός καλείται να ενσαρκώσει. Ο Σεφέρης για παράδειγμα, κορυφαίος ποιητής, παγκόσμια καταξιωμένος –όση καταξίωση φέρνει το Νομπέλ- πνευματικός ηγέτης σε δύσκολες για την Ελλάδα ιστορικές στιγμές, απαραίτητος σε κάθε σχολικό εγχειρίδιο και πανεπιστημιακή διδασκαλία –αλήθεια πως συμβιβάζεται αυτό το πρότυπο με το παρακάτω γράμμα προς τη γυναίκα του, Μαρώ;
                                                            

 Αθήνα, Κυριακή πρωί
 29 Σεπτεμβρίου, 1940

 Μόλις πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πως σε περιμένω. Γιατί αυτές τις μέρες σ' έχω φρικτά επιθυμήσει. Τι τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά μου και γιατί ίσως, μ' όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως ήθελα.

 Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία. Σκέφτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή πάνω μου και όλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό,τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέφτομαι τίποτε άλλο παρά πως θα σε γαμήσω ατελείωτα μια ολόκληρη νύχτα.

 Και δεν μπορώ να σου το γράψω αλλιώς.


 Γιώργος

 Υ.Γ. Γράψε μου δυο λόγια μόλις λάβεις το γράμμα.
 Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνση μου.

Σοκαριστικό; -ανθρώπινο όμως.

Ή πώς συμβιβάζονται οι εμβληματικές για τη γαλλική λογοτεχνία φιγούρες των Πολ Βερλέν και Αρθούρου Ρεμπό με το «Σονέτο της Κωλοτρυπίδας»;

Sonnet du Trou du Cul

Obscur et froncé comme un oeillet violet,
Il respire, humblement tapi parmi la mousse
Humide encor
 d'amour qui suit la fuite  douce
Des Fesses blanches jusqu'au coeur de son ourlet.


Des filaments pareils à des larmes de lait
Ont pleuré, sous l'autan cruel qui les repousse
A travers de petits caillots de marne rousse,
Pour s'aller perdre où la pente les appelait.


Mon Rêve s'aboucha souvent à sa ventouse;
Mon âme, du coït matériel jalouse,
En fit son larmier fauve et son nid de sanglots.


C'est l'olive pâmée, et la flûte caline
C'est le tube où descend la céleste praline:
Chanaan féminin dans les moiteurs enclos!


Προκλητικό; -πολύ ανθρώπινο όμως.

Τελικά, εκείνο που κάνει η ενσωμάτωση ενός ποιητή στο σύστημα είναι να ακρωτηριάζει τα πάθη και  τις ορμές του, να καταβροχθίζει τη σάρκα και να ρουφά το αίμα του ώστε να τον προσφέρει κεκαθαρμένο –πνεύμα ατόφιο- στο κοινωνικό σύνολο πάνω σ’ ένα ιδεατό βάθρο. Τελικά η ενσωμάτωση καταντάει απο-σωμάτωση. Ή για να το πω καλύτερα: η ενσωμάτωση στο σύστημα προϋποθέτει την αποσωμάτωση του ποιητή. Είναι μια διαδικασία κατά την οποία ο ποιητής αποσχηματίζεται από τον σαρκικό του εαυτό και ενδύεται ένα νέο σχήμα, αυτό του πνευματικού ανθρώπου.

Έτσι και με τον Καβάφη. Τον έχουμε ονομάσει ιστορικό –και διαβάζουμε απερίσκεπτα «Στα 200 π.Χ.», τον έχουμε πει φιλοσοφικό/ηθικό/διδακτικό –και δεν μας προκαλεί καμιά έκπληξη η «Ιθάκη». Ακόμη και τη σεξουαλική του ταυτότητα αποδεχθήκαμε υπό την κατηγορία ηδονικός/ερωτικός –και μπορούμε να διαβάζουμε χωρίς αμηχανία το «Ένας θεός των». Και αυτό που μερικές δεκαετίες πριν φάνταζε ως ρηξικέλευθο, ο πολιτικός Καβάφης της «27ης Ιουνίου», έχει γίνει μια απλή σύμβαση. (Αναφέρομαι στο ποίημα «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.», όπου ο Καβάφης καταγγέλλει την εκτέλεση από τον αγγλικό στρατό κατοχής επτά αιγυπτίων ως αντίποινα για τον τυχαίο, όπως αποδείχθηκε, θάνατο ενός άγγλου στρατιώτη)

Ως εδώ καλά. Τι γίνεται όμως με τον Καβάφη των μεγάλων παθών; -όπως τα κατέγραψε σε δυο από τα «Κρυμμένα» ποιήματα;

Πάθος πρώτο: αυνανισμός

Ανθοδέσμαι

Άψινθος, δάτουρα, και υποκύαμος,
ακόνιτον, ελλέβορος, και κώνειον-
όλ’ αι πικρίαι και τα δηλητήρια-
τα φύλλα των και τ’ άνθη τα φρικτά θα δώσουν
δια να γίνουν αι μεγάλαι ανθοδέσμαι
που θα τεθούν επί του φαεινού βωμού-
α, του λαμπρού βωμού εκ λίθου Μαλαχίτου-
του Πάθους του φρικτού και του περικαλλούς.

Πάθος δεύτερο: αλκοολισμός

Μισή ώρα

Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω
ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα
όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.
Είναι, δεν λέγω, λύπη. Αλλά εμείς της Τέχνης
κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο
για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν
η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.
Έτσι στο μπαρ προχθές –βοηθώντας κιόλας
πολύ ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός-
είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.
Και το κατάλαβες με φαίνεται,
κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.
Ήταν πολλή αναγκη αυτό. Γιατί
μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,
χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,
χρειάζονταν νά ‘ναι το σώμα σου κοντά.

Πώς αντιμετωπίζουμε τον ποιητή-πνευματικό ταγό, όταν η γραφή δια/γράφει τόσο βασανιστικά το σώμα; Όταν ο ίδιος ο ποιητής μας προ(σ)καλεί να τον κρίνουμε από τα κρυμμένα και όχι από τα φανερά;

Κρυμμένα

Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα
να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν.
Εμπόδιο στέκονταν και μεταμόρφωνε
τες πράξεις και τον τρόπο της ζωής μου.
Εμπόδιο στέκονταν και σταματούσε με
πολλές φορές που πήγαινα να πω.
Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις
και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα-
από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.
(...)

Η αλήθεια είναι ότι γι’ αυτήν την εξιδανίκευση του ποιητή, για την ανύψωση του σωματικού στο πνευματικό –την πορεία μας τη δίνει ο ίδιος ο ποιητής με τη χρήση του πιο δημιουργικού εργαλείου της ποίησης, της φαντασίας (όπως την ορίζει ο Σέλεϊ για παράδειγμα). Προσέξτε πως μετουσιώνεται σε ποίηση ένα πραγματικό γεγονός ανάλογο με αυτό που είδαμε πρωτύτερα στο μπαρ. Θα ξεκινήσω ανάποδα, από την τελευταία καταγραφή:

Ο Γενάρης του 1904

Α οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Απελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πως φεύγει και διαλύεται βιαστική-
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, παν’ τα σπίτια, παν’ τα φώτα∙
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.

Για να συντελεστεί αυτή η εξαϋλωση χρειάζεται μια διαδικασία μετασχηματισμού, που βλέπουμε στην αμέσως προηγούμενη καταγραφή:


Ο Δεκέμβρης του 1903

Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω-
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια∙
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.

Το ποίημα στηρίζεται σε μια διαδικασία αποσχηματισμού του πραγματικού -σωματικού- και μετασχηματισμού στα σχήματα της γλώσσας. Είναι ένα αρνητικό (ο όρος από τη φωτογραφία) του σώματος από το οποίο μένει μόνο η φιγούρα (το πρόσωπο στην ψυχή) και ο ήχος (η φωνή στο μυαλό). Αντίθετα, τονίζονται εμφατικά οι λέξεις και οι φράσεις, το θέμα και η ιδέα- βρισκόμαστε ήδη μέσα στο εργαστήρι του ποιητή. Καί τώρα το πραγματικό, σωματικό, γεγονός του Σεπτεμβρίου:


Ο Σεπτέμβρης του 1903

Τουλάχιστον με πλάνες ας γελιούμαι τώρα∙
την άδεια την ζωή μου να μη νιώθω.

Και ήμουνα τόσες φορές τόσο κοντά.
Και πως παρέλυσα, και πως δειλίασα∙
γιατί να μείνω με κλειστά τα χείλη∙
και μέσα μου να κλαίει η άδεια μου ζωή,
και να μαυροφορούν οι επιθυμίες μου.

Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι
στα μάτια, και στα χείλη τα ερωτικά,
στ’ ονειρεμένο, το αγαπημένο σώμα.
Τόσες φορές τόσο κοντά να είμαι.

Τελικά, στο υπόστρωμα της ποίησης βρίσκεται το σώμα, και αυτο είναι που αποσιωπάται στο επίσημο, θεσμοθετημένο πρότυπο του ποιητή. Και τι γίνεται όταν, παρόλα αυτά, στο γερά θεμελιωμένο οικοδόμημα της φαντασίας, το σώμα ξεπροβάλλει που και που βασανιστικά; -τότε θα μιλήσουμε για τον ρεαλιστή Καβάφη και θα συνεχίσουμε να διαβάζουμε τις «Μέρες του 1908» χωρίς καμιά αμηχανία.


Tips για περισσότερη ανάλυση

Για τη φαντασιακή θέσμιση του ποιητή, δες Κορνήλιο Καστοριάδη.

Για τη φαντασία, δες Shelley.

Για τη σχέση σώμα/γραφή, δες Roland Barthes

Για τη σχέση εμπειρία/γλώσσα, δες Paul De Man

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Το αδιέξοδο με τις συντάξεις: Μια ταπεινή πρόταση

Πολύ με ανησύχησε η αποτυχία συμφωνίας των πολιτικών αρχηγών στο θέμα των συντάξεων, προκειμένου να υπογραφεί η νέα δανειακή σύμβαση της χώρας -δεσμεύτηκαν όμως να ξανασυζητήσουν το θέμα τον Ιούνιο. Επειδή όμως από τη μια οι εξελίξεις τρέχουν και οι πολλές συζητήσεις αφαιρούν πολύτιμο χρόνο από τη σωτηρία της χώρας, ενώ απο την άλλη ο αριθμός των συνταξιούχων συνεχώς αυξάνεται, αποφάσισα να ρίξω στο τραπέζι μια πρότασή μου -την οποία καλώ τους πολιτικούς μας να λάβουν σοβαρά- προκειμένου η χώρα μας να απαλλαγεί μια και καλή από την απειλή για την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, που συνιστά αυτή η άχρηστη ομάδα των συνταξιούχων.

Όλοι παραδεχόμαστε –δεν νομίζω να διαφωνήσει κανείς- ότι ο αριθμός των συνταξιούχων έχει αυξηθεί πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια, ενώ ο αριθμός των εργαζομένων διαρκώς μειώνεται, με αποτέλεσμα να ξοδεύουμε πάρα πολλα για συντάξεις τη στιγμή που αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν θέσεις εργασίας. Το πρόβλημα επιτείνεται ακόμα περισσότερο από τη μακροβιότητα των συνταξιούχων, οι οποίοι έχουν εξελιχθεί σε πραγματική μάστιγα για την ελληνική κοινωνία. Αυτό καθιστά αναγκαία όσο ποτέ την ταχύτατη μείωση του αριθμού τους, πράγμα που δεν μπορούμε –το καταλαβαίνετε άλλωστε- να το αφήσουμε μόνο στον Άγιο Πέτρο. Πώς θα απαλλαγούμε λοιπόν απ’ αυτή την απειλή για τον προϋπολογισμό της χώρας που πάει να τινάξει στον αέρα κάθε προσπάθεια της ελληνικής κυβένησης να αντιμετωπίσει σοβαρά την οικονομική κρίση;

Προτείνω λοιπόν τα εξής: οι συνταξιούχοι, κυρίως όσοι είναι κατάκοιτοι και ζουν μόνοι τους, να γίνουν στόχος καταδρομικών επιθέσεων του ελληνικού κράτους με τον εξής στόχο: να προκληθούν πυρκαγιές στα διαμερίσματά τους και οι ίδιοι να πάνε να βρούνε τον Άγιο Πέτρο μια ώρα αρχύτερα. Η εποχή προσφέρεται∙ καθώς οι περισσότεροι απ’ αυτούς ανάβουν, λόγω αδυναμίας κεντρικής θέρμανσης ή πετρελαίου, ξυλόσομπες ή μαγγάλια για να ζεσταθούν, εύκολα αυτή η επίθεση μπορεί να συγκαλυφθεί χωρίς το ελληνικό κράτος να κατηγορηθεί για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντίθετα το ελληνικό κράτος θα έχει διπλό όφελος απ’ αυτή την ενέργεια: και συντάξεις δεν θα καταβάλει πλέον, αλλά ούτε και έξοδα κηδείας μια και η φωτιά θα επιφέρει και την επιθυμητή καύση των νεκρών. Ίσως υπάρξει κάποια αντίδραση από την ορθόδοξη εκκλησία σ’ αυτό το σημείο, μπορεί όμως να καμφθεί αν το κράτος δώσει κατιτίς σ’ έναν παπά να ψάλλει την νεκρώσιμη ακολουθία την ώρα της πυρκαγιάς. Με το ψοφόκρυο μάλιστα που έχει πλήξει τελευταία τη χώρα είμαι σίγουρος ότι το δημόσιο θα κάνει χρυσές δουλειές.

Οι συνταξιούχοι όμως δεν αποτελούν τη μοναδική απειλή του Υπουργείου Οικονομικών. Ένας άλλος σοβαρός κίνδυνος προέρχεται από τα παιδιά που λιποθυμάνε λόγω ασιτίας στα σχολεία και για τα οποία το ελληνικό κράτος αναγκάζεται να ξοδεύει πολλά χρήματα προκειμένου να τους παράσχει φαγητό. Επειδή όμως δεν έχω επεξεργαστεί ανάλογη πρόταση με αυτήν που προανέφερα για τους συνταξιούχους, επιτρέψτε μου να δανειστώ την ταπεινή πρόταση του Jonathan Swift που είχε διατυπώσει για τα παιδιά της Ιρλανδίας. Μπορεί να είναι λίγο παλιά και για μια ξένη χώρα, με κάποιες όμως τροποποιήσεις μπορεί να εφαρμοστεί κάλλιστα και στη δική μας σήμερα. Προτείνει λοιπόν ο Swift:

«Προτείνω λοιπόν εδώ ταπεινά τις σκέψεις μου, με την ελπίδα πως δε θα συναντήσουν την παραμικρή αντίρρηση. Ένας φίλος μου του Λονδίνου –Αμερικανός πολύ καλά πληροφορημένος- με βεβαίωσε πως ένα υγιέστατο και καλοθρεμμένο παιδί είναι, όταν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής του, η πιο νόστιμη, θρεπτική και ωφέλιμη τροφή, είτε το φτιάξεις στο φούρνο, είτε το βράσεις∙ και δεν αμφιβάλλω πως θα είναι εξίσου απολαυστικό αν το φτιάξεις φρικασέ ή γιαχνί.

Προτείνω λοιπόν ταπεινά στην κοινή γνώμη τα ακόλουθα: από τα εκατόν είκοσι χιλιάδες παιδιά που έχουν καταγραφεί, οι είκοσι χιλιάδες να μείνουν για αναπαραγωγή –και απ’ αυτά το ένα τέταρτο να είναι αρσενικά- πράγμα που υπερβαίνει την αναλογία αναφορικά με τα πρόβατα, τα βόδια και τα γουρούνια∙ και τούτο, γιατί τα παιδιά αυτά πολύ σπάνια είναι καρποί γάμων (συνθήκες που δεν υπολογίζονται και πολύ από τους αγρίους μας), και συνακόλουθα ένα αρσενικό θα είναι αρκετό για να εξυπηρετήσει τέσσερα θηλυκά. Και τα υπόλοιπα εκατό χιλιάδες παιδιά να πουλιούνται όταν γίνονται ενός χρόνου σε άτομα που ανήκουν στις ανώτερες και εύπορες τάξεις της επικράτειας, με προηγούμενη σύσταση στις μητέρες να τα θηλάζουν όσο πιο πολύ μπορούν τον τελευταίο μήνα, έτσι ώστε να είναι στρουμπουλά και παχουλά όταν θα τα προσφέρει κανείς σε γεύμα. Το κάθε παιδί θα χρησιμοποιείται για δυο φαγητά όταν έχει κανείς καλεσμένους, ενώ όταν η οικογένεια τρώει μόνη της, τα πάνω και κάτω άκρα είναι πολύ αρκετά για ν’ αποτελέσουν ένα καλό πιάτο∙ αν μάλιστα είναι καρυκευμένα με λίγο πιπέρι και αλάτι, και τα βράσει κανείς την τέταρτη μέρα, γίνονται νοστιμότατα, ιδιαίτερα το χειμώνα».

Μια δυο τροποποιήσεις χρειάζεται η παρούσα πρόταση προκειμένου να προσαρμοστεί στα ελληνικά δεδομένα: στους τρόπους μαγειρέματος να προστεθεί και η σούβλα γνωρίζοντας τη μεγάλη αγάπη των Ελλήνων γι’ αυτήν στις γιορτές και τα πανηγύρια όπου συχνά πυκνά λαμβάνουν μέρος, και, όσο για τις συνθήκες εστίασης, προτείνω να δοθεί το συγκεκριμένο έδεσμα και στα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής και των λοιπών κοινωνικών φορέων που τόσο έντονα δραστηριοποιούνται τελευταία σ’ αυτόν τον τομέα. Κατά τα άλλα, μου φαίνεται εντάξει.

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Αίμα ακόμη: οι τουρκικές ρίζες ενός νεοελληνικού τοπωνυμίου.

Μιλώντας για το ιστορικό, συλλογικό, παρελθόν μας, οι Έλληνες τείνουμε να διαγράφουμε - ή να μη θέλουμε να θυμόμαστε- ιστορικές περιόδους, που δεν μας είναι αρεστές ή που δεν ταιριάζουν στον εθνικό μύθο που έχουμε δημιουργήσει και με τον οποίο έχουμε διαπαιδαγωγηθεί. Δεν είμαι εναντίον τέτοιων μύθων, που θεωρώ απαραίτητους για την υπόσταση μιας κοινότητας ανθρώπων –ή ενός έθνους εν προκειμένω- στο βαθμό που η προβολή στο συμβολικό επίπεδο καθίσταται αναγκαία ώστε αυτή η κοινότητα να δημιουργήσει και να καταξιώσει την πορεία της στο χρόνο, με τον ίδιο τρόπο που, σε ατομικό επίπεδο, κάθε άνθρωπος δημιουργεί το υπερ-εγώ και οικοδομεί την ατομική συνείδηση στη βάση κοινωνικών, εθνικών, θρησκευτικών ή άλλων συμβολισμών.

Ειδικότερα, όσον αφορά την εθνική συνείδηση, οι Έλληνες έχουμε την τάση να ανάγουμε την αρχή της ύπαρξής μας στους αρχαίους Έλληνες, παραβλέποντας –εσκεμμένα πιστεύω- το γεγονός ότι σ’ αυτό το χώρο που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα δεν ζούσαν από την αρχή Έλληνες –οι Κυκλαδίτες και οι Μινωίτες όσο και αν δεν μας αρέσει δεν ήταν Έλληνες- αλλά και ότι κατά τη διάρκεια των αιώνων οι Έλληνες αποτέλεσαν κομμάτι μεγάλων κοσμοπολίτικων κρατικών σχηματισμών όπως η Ρωμαϊκή και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, στους οποίους ενσωματώθηκαν και ανέπτυξαν αξιολογότατη δράση. Όταν μιλάμε για Ρωμαίους Έλληνες ή για Οθωμανούς Έλληνες δεν εννοούμε βέβαια «εθνικά» αλλοτριωμένους, από την κατάκτηση, Έλληνες αλλά ούτε και «εθνικά» ακέραιους Έλληνες που σε πείσμα των κατακτητών διατήρησαν την «ελληνικότητά» τους∙ περισσότερο αναφερόμαστε σε νέους τύπους Ελλήνων που δημιούργησε μοιραία η αλληλεπίδραση των πολιτισμών.

Αν και είναι εύκολο να αποδεχτούμε την συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση με τους αδερφούς Ρωμαίους υπό την ομπρέλα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού –άραγε έχετε συλλογιστεί ότι είμαστε ο μοναδικός λαός στον κόσμο που καναδυό αιώνες πριν αλλά και σήμερα ακόμη αυτοπροσδιοριζόμαστε ως Ρωμαίοι ή Ρωμιοί;- τα πράγματα γίνονται άβολα όταν μιλάμε για την οθωμανική περίοδο της ιστορίας μας. Σπεύδουμε μάλιστα να κάνουμε πέρα ή να κουκουλώσουμε οποιαδήποτε αναγωγή λέξεων, ηθών και εθίμων σ΄αυτή την περίοδο εφευρίσκοντας διόδους επικοινωνίας με την αρχαία Ελλάδα υπερπηδώντας έτσι τα οθωμανικά εμπόδια. Όσο όμως κι αν θέλουμε να κρυφτούμε, το οθωμανικό μας παρελθόν είναι εκεί στη γωνία και γελάει πονηρά∙ αντί λοιπόν να αισθανόμαστε αμηχανία, καλύτερα είναι να το κοιτάξουμε κατάματα. Θα νιώσουμε λυτρωμένοι από πολλές απόψεις. Μια τέτοια ματιά στην Οθωμανική Ελλάδα θα επιχειρήσω κι εγώ σήμερα αναζητώντας τις τουρκικές ρίζες ενός νεοελληνικού τοπωνυμίου.


Πορτολάνος χάρτης των J&G Keulen, 1680


Το τοπωνύμιο για το οποίο μιλάω σημειώνεται στους πορτολάνους χάρτες, από τον 16ο αι. και εφεξής, ως λιμάνι μεταξύ Κίτρους και Θεσσαλονίκης με το όνομα Qadacha, Catacha, Cataca, και άλλες παραλλαγές. Παραμερίζοντας όλες τις άλλες ερμηνείες, τις οποίες θεωρώ συμπτώματα του κατοχικού συνδρόμου που προανέφερα, προέκρινα ως πιο εύλογη την αναγωγή της ονομασίας του λιμανιού στις τουρκικές λέξεις Kan daha που σημαίνουν «Αίμα ακόμη». Για να είμαι ειλικρινής, ο λόγος που με παρακίνησε σ’ αυτή την επιλογή, πέρα από τις ευλογοφανείς προσπάθειες μεταγραφής στο λατινικό αλφάβητο δυο λέξεων από την παλιά τουρκική γραφή, είναι κυρίως αισθητικός: η ερμηνεία «Αίμα ακόμη», πέρα από την ποιητικότητα που αναδύει, κεντρίζει περισσότερο την φαντασία∙ φτάνει βέβαια αυτή η προκατάληψή μου να έχει και μια ιστορική βάση – κι αυτό αποτέλεσε το δυσκολότερο σημείο της έρευνάς μου.


Ο Πίρι Ρέις


Το να αναζητάς πληροφορίες στη γενική ιστορία για ένα μικρό τόπο, είναι σα να ψάχνεις ψύλλους στ’ άχυρα. Το πράγμα όμως γίνεται ευκολότερο όταν βρεις ένα σταθερό σημείο εκκίνησης. Στην περίπτωσή μας αυτό το σημείο αποτέλεσε ο Piri Reis. Γεννημένος γύρω στα 1470, συνέγραψε ένα βιβλίο ναυσιπλοΐας, που εκδόθηκε το 1520/1 με τον τίτλο Kitab-i Bahriyye (β΄ διευρυμένη έκδοση 1525. Για το βιβλίο δες Dimitris Loupis, ”Piri Reis' Book on Navigation (Kitab-i Bahriyye) as a Geography Handbook”)

Είναι αυτός που ονομάζει τον όρμο, ανάμεσα στον όρμο Ḉitoroz (Κίτρος) και την πόλη Selanik (Σαλονίκη), Kandaha («Αίμα ακόμη»). Όσο ξεκάθαρη είναι η ελληνική προέλευση των τοπωνυμίων Ḉitoroz και Selanik άλλο τόσο ξεκάθαρη είναι και η τουρκική προέλευση του τοπωνυμίου Kandaha. Ας σταθούμε όμως στην ερμηνεία του τοπωνυμίου «Αίμα ακόμη» με στόχο να περιχαρακώσουμε την ιστορική περίοδο όπου θα ψάξουμε για πληροφορίες. Μια εύκολη υπόθεση που μπορεί κάποιος να κάνει είναι ότι σ’ αυτό τον τόπο θα έγινε μια αιματηρή μάχη, μια τρομερή σφαγή, της οποίας η σφοδρότητα θα ήταν τέτοια ώστε χρόνια μετά να έχει κανείς την αίσθηση ότι το αίμα των σφαγιασμένων κυλάει ακόμα. Επίπλέον, οι λέξεις προδίδουν και μια συναισθηματική φόρτιση από αυτόν που τις εκφέρει, ώστε να μας υποψιάζει ότι το αίμα που χύθηκε ήταν αδερφικό. Μπορούμε να υποθέσουμε λοιπόν ότι ονομάζοντας «Αίμα ακόμη» τον τόπο, ο Πίρι Ρέις διατηρεί ζωντανή στη μνήμη του τη σφαγή Τούρκων συμπατριωτών του και ότι αυτή η σφαγή δεν μπορεί να απέχει πολύ χρονικά. Πριν όμως καθορίσουμε την περίοδο χρειάζεται να σιγουρέψουμε το σημείο εκκίνησής μας, το οποίο δεν μπορεί να είναι το 1520/1.

Κάντε κλικ εδώ για να ξεφυλλίσετε την πρώτη καλλιτεχνική έκδοση του βιβλίου





Ο Πίρι Ρέις άρχισε να γράφει το βιβλίο του στην Κωνσταντινούπολη μετά το 1510 όντας ναύαρχος του τουρκικού στόλου. Τα ταξίδια του όμως τα έκανε πολύ νωρίτερα, παιδί ακόμα, στο πλευρό του θείου του που ήταν πειρατής. Αν γεννήθηκε λοιπόν γύρω στα 1470, θα άρχισε την καριέρα του πειρατή κάπου στα 1480/5. Αυτή η χρονολογία είναι που πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησής μας στην ιστορική έρευνα. Αν λοιπόν αυτά τα χρόνια ο Πίρι Ρέις βρέθηκε στο Θερμαϊκό και ονόμασε την περιοχή μεταξύ Κίτρους και Θεσσαλονίκης «Αίμα ακόμη» σίγουρα θα διατηρούσε στη μνήμη του ένα σημαντικό για τους Τούρκους γεγονός που δε θα πρέπει να είχε συμβεί σε διάστημα μεγαλύτερο της 20ετίας. Το ερώτημα τώρα είναι αν μετά το 1460 υπήρξε τέτοιο γεγονός.

Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1453, οι Τούρκοι μπορεί να κατέλυσαν το Βυζάντιο αλλά δεν είναι ακόμα κυρίαρχοι στο Αιγαίο, όπου έχουν έναν ισχυρό αντίπαλο: τους Βενετούς. Από το β΄ μισό του 15ου ως τον 18ο αι. οι Τούρκοι θα αναμετρηθουν επτά φορές με τους Βενετούς σε ισάριθμους πολέμους που όλοι τους είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή αποχώρηση των Βενετών από την ανατολική Μεσόγειο. Την περίοδο που μας ενδιαφέρει λαμβάνει χώρα ο Α΄ βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479) που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της Χαλκίδας για τους Βενετούς, του γνωστού Negroponte. Τώρα θα αναρωτηθείτε τι σχέση έχει η Στερεά Ελλάδα με τη Μακεδονία, η Εύβοια με τη Θεσσαλονίκη! –μόνο ένας φαντασμένος και κοκορόμυαλος βενετσιάνος ναύαρχος θα μπορούσε να ανακατέψει έτσι τα πράγματα.

Το 1469 διορίζεται αρχηγός του βενετσιάνικου στόλου ο Niccolo da Canal, λόγιος και ρήτορας, διαπιστευμένος της Βενετίας στο Βατικανό, παντελώς άσχετος με τη ναυσιπλοΐα και τη διοίκηση στόλου. Όπως συμβαίνει με τέτοιους ανθρώπους που έχουν επίγνωση της ανικανότητάς τους, θέλουν όμως να αποδείξουν ότι είναι κάποιοι, υπολογίσιμοι και άξιοι του αξιώματος που τους έχει ανατεθεί, αποτολμούν συχνά απερίσκεπτες και άχρηστες επιχειρήσεις με μόνο στόχο να επιτελέσουν ανδραγαθήματα και αξιομνημόνευτα κατορθώματα, για να διαπιστωθεί τελικά από εκείνους που τους διόρισαν ότι είναι καλύτερο να τους στείλουν από ‘κεί πού ‘ρθαν –κάπως έτσι έχει και η ιστορία του φίλου μας από την κατά τ’ αλλα επιφανή οικογένεια των da Canal που έλαχε σ’ αυτόν να αποτελέσει την ντροπή της πατρίδας του. Αμέσως λοιπόν μετά τον διορισμό του, o ψευτόμαγκας Niccolo, πήρε μερικά πλοία, κατευθύνθηκε προς βορράν και άρχισε να λεηλατεί τα παράλια της Μακεδονίας φτάνοντας ως τη Θράκη, σφαγιάζοντας όλους τους πληθυσμούς που έβρισκε, παίρνοντας μαζί του αρκετούς αιχμαλώτους που μετέφερε στη Χαλκίδα όπου έγινε δεκτός με πανηγύρια και πυροτεχνήματα. Αλλά στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ήταν ακόμα ο Μωάμεθ ο Β΄...

...και έφερε πολύ βαρέως τα κατορθώματα του Niccolo. Την επόμενη χρονιά εκστράτευσε με το στόλο του εναντίον της Χαλκίδας και από τους 70.000 κατοίκους της δεν έμεινε ούτε ένας: αλλους τους έσφαξε, άλλους τους κρέμασε, άλλους τους σούβλισε, άλλους τους πήρε σκλάβους... Τον Niccolo τον πήρε η Βενετία, άρον άρον, και από εκεί αγνοείται η τύχη του. Ίσως να τον πήρε ο διάολος... (για τα γεγονότα που με αρκετό σαρκασμό παρουσιάζονται εδώ δες Pierre A. MacKay, “The Content and Authorship of the Historia Turchesca” και εδώ)

Αν αναφέρθηκα στη βίαιη αντίδραση του σουλτάνου είναι για να εξηγήσω την συναισθηματική φόρτιση που απέδωσα στη φράση του Πίρι Ρέις «Αίμα ακόμη». Το δίχως άλλο επρόκειτο για μια οδυνηρή μνήμη, που 10-15 χρόνια μετά έμενε ακόμα ζωντανή στους συνομιλήκους του. Τώρα όμως ανακύπτει ένα άλλο ερώτημα: αν η δράση του da Canal εκτείνεται από τη Μακεδονία ως τη Θράκη, από το Κίτρος ως την Αίνο, γιατί ο Πίρι Ρέις ονομάζει έτσι μόνο την περιοχή μεταξύ Κίτρους και Σαλονίκης; Πολύ φοβάμαι ότι σ’ αυτό δεν μπορώ να απαντήσω. Ίσως η περιοχή αυτή να μην είχε όνομα, όπως το Κίτρος, έδρα επισκόπου από τον 10ο αι. και η Σαλονίκη, σημαντική πόλη από αρχαιοτάτων -η αρχαία Μεθώνη, η αγορά της οποίας εντοπίστηκε πρόσφατα, είχε ξεχαστεί από παλιά ...Ίσως εδώ να είχε γίνει η πιο φοβερή σφαγή, μια που από εδώ άρχισε την δράση του ο da Canal... Ίσως και όλος μου ο συλλογισμός να είναι λάθος εξ’ αρχής... Εκείνο όμως που μου μένει ως τελική εντύπωση μετά απ’ αυτή την εξιστόρηση είναι ότι η φράση «Αίμα ακόμη» έχει γίνει ακόμα πιο ποιητική, πιο ερεθιστική για τη φαντασία.

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails