Επικρίθηκα που δεν πήγα να δω τη θεατρική παράσταση που φιλοξενήθηκε φέτος στον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού μου, ελλείψει βέβαια της δικής μας καθιερωμένης, ετήσιας θεατρικής δημιουργίας. -Μα πως δεν ήρθες, εσένα που σου αρέσει το θέατρο, που έχεις συμμετάσχει σε τόσες παραστάσεις; ...Ε ναι, δεν πήγα. Και ο λόγος είναι απλός. Δεν έχει σημασία αν μια παράσταση είναι καλή ή κακή, επαγγελματική ή ερασιτεχνική· παρακολουθώντας την απ’ έξω, δεν παύει να είναι κάτι ξένο, αδιάφορο. Σου στερεί τη χαρά της συμμετοχής, της δημιουργίας, του στησίματος της βήμα βήμα, της συλλογικότητας. Γιατί μια παράσταση αποτελεί έναν τόπο συνάντησης όπου ο καθένας, από τον μαραγκό, τον ηλεκτρολόγο, ως τους ερμηνευτές, προσφέρει αυτό που μπορεί. Και ο κόσμος συμμετέχει όχι ως απλός θεατής, αλλά συμπρωταγωνιστεί και συμπάσχει με τους συγγενείς, τους φίλους, τους συγχωριανούς. Μια θεατρική παράσταση δεν είναι θέαμα. Είναι βίωμα.
Πάνω απ’ όλα το θέατρο προϋποθέτει μια κοινότητα ανθρώπων – ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους, συμβιώνουν και συμπάσχουν. Μέσα σε μια τέτοια κοινότητα ανακαλύφθηκε τυχαία στην αρχαία Αθήνα, και εκεί παρέμεινε, στα όρια της πόλης. Καμιά άλλη πόλη δεν ανέπτυξε το θέατρο, αλλά ούτε και οι Αθηναίοι αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να το διαδώσουν κάνοντας περιοδείες στις άλλες πόλεις. Σ’ ένα γύρισμα της ιστορίας, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, διαδόθηκε βέβαια, αλλά έχασε τη βιωματική του υπόσταση. Έγινε θέαμα, τέχνη. Και με αυτή τη μορφή το παραλάβαμε εμείς στα νεότερα χρόνια.
Και σήμερα; Ποια θέση κατέχει το θέατρο στη σύγχρονη, καπιταλιστική μας κοινωνία; Είναι ένα πολιτιστικό προϊόν ανάμεσα στα άλλα: βιβλίο, μουσική, γλυπτική, ζωγραφική. Παράγεται, διανέμεται, πουλιέται, αγοράζεται, καταναλώνεται. Όπως καταναλώνονται τα πορτοκάλια και οι ντομάτες, τα αυτοκίνητα και οι υπολογιστές, και όλα τα εμπορικά προϊόντα ή τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αυτή η άποψή μου δεν είναι απαξιωτική της τέχνης και του πολιτισμού γενικότερα· κατέληξα σ’ αυτή έχοντας δει πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις, και εδώ και στην ευρωπαϊκή θεατρική πρωτεύουσα, το Λονδίνο· έχοντας επισκεφτεί τις μεγαλύτερες πινακοθήκες και τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης· έχοντας διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα. ...Και μετά ήρθε η απάθεια, η ανία. Αυτή την αδιαφορία μου για την τέχνη και τον πολιτισμό προσπαθώ τώρα να εξηγήσω.
Στην προσπάθειά μου αυτή θυμήθηκα τον Τίτο Βανδή και το όραμά του, όταν το 1997 είχε γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ολύμπου. Ήθελε, λέει, να δώσει τοπικό χρώμα στο Φεστιβάλ, να δημιουργήσει ενότητες όπου οι ντόπιοι να βιώσουν τις δημιουργίες των άλλων, αλλά και οι ίδιοι να δημιουργήσουν βιώνοντας. Στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεών του επισκέφτηκε το χωριό μου και την ερασιτεχνική θεατρική μας ομάδα. Ωραία θα ήταν, είπε, να οργανωθούν στα χωριά τέτοιες ερασιτεχνικές ομάδες και να παρουσιάσουν τις δημιουργίες τους σε μια ενότητα του Φεστιβάλ Ολύμπου! Δεν πρόλαβε βέβαια να παραγματοποιήσει τα μακρόπνοα σχέδιά του. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, λίγους μήνες μετά το διορισμό του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο λόγος ήταν η δημοσιοϋπαλλιλίστικη νοοτροπία των συνεργατών του, αυτών των ακαλαίσθητων και άμουσων βολεμένων κρατικών υπαλλήλων. Το ξέρω, του είχε πει ο τότε υπουργός πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος, όταν ο ίδιος του είχε εκφράσει τα παράπονά του, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, είναι... του κόμματος.
Συνήθιζε να επισημαίνει τη διαφορά αισθητικής αντίληψης που τον χώριζε από τους υπαλλήλους με τους οποίους κλήθηκε να συνεργαστεί, κάνοντας αναφορά στο καλαθάκι με τα κεράσια που του είχε χαρίσει μια κυρία. Ήταν τόσο όμορφα τοποθετημένα στο καλάθι και τόσο ωραία στολισμένο που δεν ήθελα να τα φάω, έλεγε, και για να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα έβαλα όπως ήταν στο ψυγείο. Μου αρκούσε να τα βλέπω. Μια μέρα βρήκε το καλάθι άδειο, τα κεράσια φαγωμένα. Ποιος τα έφαγε; ρώτησε. Εγώ, απάντησε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ, –ναι ο Τίτος Βανδής είχε προϊστάμενο ένα χοντρόπετσο κομματόσκυλο- μη φωνάζεις όμως, θα σου αγοράσω δυο τρία κιλά. Λες και η φασαρία γινόταν για τα κεράσια! Και όχι για την επινοητικότητα, τη δημιουργικότητα, την τέχνη με την οποία ήταν τοποθετημένα στο καλαθάκι!
Το ερώτημα λοιπόν για την τέχνη και τον πολιτισμό προβάλλει καίριο. Πώς θα κάνουμε έναν λαό να ξεχωρίσει τον πολιτισμό από τα κεράσια; Όχι πάντως βάζοντάς τα στο ίδιο καφάσι - κάτι που, φοβάμαι, μοιραία γίνεται όταν τα αντιμετωπίζουμε και τα δυο ως απλά εμπορικά προϊόντα. Το κλειδί βρίσκεται στο όραμα του Τίτου: να κάνουμε το λαό συμμέτοχο και δημιουργό του πολιτισμού που καταναλώνει. Να επιστρέψει ο πολιτισμός στη βιωματική του υπόσταση που είχε στην αρχαιότητα. Και αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων και των περιφερειακών φεστιβάλ που αντί να πατρονάρουν κρατικοδίαιτους θιάσους και άστεγους καλλιτέχνες, μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για την πολιτιστική αναγέννηση της υπαίθρου αλλά και ολόκληρης της χώρας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει όσο αυτά πλασάρονται σα μεγάλα σουπερμάρκετ απ’ όπου ο καθένας ψωνίζει ό,τι του χτυπάει στο μάτι.
Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα θα πάω να χειροκροτήσω τη χορωδία του χωριού μου στο αφιέρωμα που ετοίμαζε όλο το χρόνο στο Μάνο Λοϊζο. Θα χειροκροτήσω την προσπάθειά τους, το ζήλο τους, την αγωνία τους· που κατάφεραν όλη τη χρονιά, με την κουβέντα και το τραγούδι, να κρατήσουν ζωντανή τη μουσική του Μάνου. Αυτό για μένα αποτελεί το βίωμα της δημιουργίας των άλλων. Αυτό είναι πολιτισμός: το να δημιουργείς βιώνοντας, να βιώνεις δημιουργώντας· η ουσία της ζωής της ίδιας.
Πάνω απ’ όλα το θέατρο προϋποθέτει μια κοινότητα ανθρώπων – ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους, συμβιώνουν και συμπάσχουν. Μέσα σε μια τέτοια κοινότητα ανακαλύφθηκε τυχαία στην αρχαία Αθήνα, και εκεί παρέμεινε, στα όρια της πόλης. Καμιά άλλη πόλη δεν ανέπτυξε το θέατρο, αλλά ούτε και οι Αθηναίοι αισθάνθηκαν ποτέ την ανάγκη να το διαδώσουν κάνοντας περιοδείες στις άλλες πόλεις. Σ’ ένα γύρισμα της ιστορίας, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, διαδόθηκε βέβαια, αλλά έχασε τη βιωματική του υπόσταση. Έγινε θέαμα, τέχνη. Και με αυτή τη μορφή το παραλάβαμε εμείς στα νεότερα χρόνια.
Και σήμερα; Ποια θέση κατέχει το θέατρο στη σύγχρονη, καπιταλιστική μας κοινωνία; Είναι ένα πολιτιστικό προϊόν ανάμεσα στα άλλα: βιβλίο, μουσική, γλυπτική, ζωγραφική. Παράγεται, διανέμεται, πουλιέται, αγοράζεται, καταναλώνεται. Όπως καταναλώνονται τα πορτοκάλια και οι ντομάτες, τα αυτοκίνητα και οι υπολογιστές, και όλα τα εμπορικά προϊόντα ή τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Αυτή η άποψή μου δεν είναι απαξιωτική της τέχνης και του πολιτισμού γενικότερα· κατέληξα σ’ αυτή έχοντας δει πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις, και εδώ και στην ευρωπαϊκή θεατρική πρωτεύουσα, το Λονδίνο· έχοντας επισκεφτεί τις μεγαλύτερες πινακοθήκες και τα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης· έχοντας διαβάσει εκατοντάδες βιβλία, ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα. ...Και μετά ήρθε η απάθεια, η ανία. Αυτή την αδιαφορία μου για την τέχνη και τον πολιτισμό προσπαθώ τώρα να εξηγήσω.
Στην προσπάθειά μου αυτή θυμήθηκα τον Τίτο Βανδή και το όραμά του, όταν το 1997 είχε γίνει καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ολύμπου. Ήθελε, λέει, να δώσει τοπικό χρώμα στο Φεστιβάλ, να δημιουργήσει ενότητες όπου οι ντόπιοι να βιώσουν τις δημιουργίες των άλλων, αλλά και οι ίδιοι να δημιουργήσουν βιώνοντας. Στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεών του επισκέφτηκε το χωριό μου και την ερασιτεχνική θεατρική μας ομάδα. Ωραία θα ήταν, είπε, να οργανωθούν στα χωριά τέτοιες ερασιτεχνικές ομάδες και να παρουσιάσουν τις δημιουργίες τους σε μια ενότητα του Φεστιβάλ Ολύμπου! Δεν πρόλαβε βέβαια να παραγματοποιήσει τα μακρόπνοα σχέδιά του. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, λίγους μήνες μετά το διορισμό του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο λόγος ήταν η δημοσιοϋπαλλιλίστικη νοοτροπία των συνεργατών του, αυτών των ακαλαίσθητων και άμουσων βολεμένων κρατικών υπαλλήλων. Το ξέρω, του είχε πει ο τότε υπουργός πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος, όταν ο ίδιος του είχε εκφράσει τα παράπονά του, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, είναι... του κόμματος.
Συνήθιζε να επισημαίνει τη διαφορά αισθητικής αντίληψης που τον χώριζε από τους υπαλλήλους με τους οποίους κλήθηκε να συνεργαστεί, κάνοντας αναφορά στο καλαθάκι με τα κεράσια που του είχε χαρίσει μια κυρία. Ήταν τόσο όμορφα τοποθετημένα στο καλάθι και τόσο ωραία στολισμένο που δεν ήθελα να τα φάω, έλεγε, και για να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τα έβαλα όπως ήταν στο ψυγείο. Μου αρκούσε να τα βλέπω. Μια μέρα βρήκε το καλάθι άδειο, τα κεράσια φαγωμένα. Ποιος τα έφαγε; ρώτησε. Εγώ, απάντησε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ, –ναι ο Τίτος Βανδής είχε προϊστάμενο ένα χοντρόπετσο κομματόσκυλο- μη φωνάζεις όμως, θα σου αγοράσω δυο τρία κιλά. Λες και η φασαρία γινόταν για τα κεράσια! Και όχι για την επινοητικότητα, τη δημιουργικότητα, την τέχνη με την οποία ήταν τοποθετημένα στο καλαθάκι!
Το ερώτημα λοιπόν για την τέχνη και τον πολιτισμό προβάλλει καίριο. Πώς θα κάνουμε έναν λαό να ξεχωρίσει τον πολιτισμό από τα κεράσια; Όχι πάντως βάζοντάς τα στο ίδιο καφάσι - κάτι που, φοβάμαι, μοιραία γίνεται όταν τα αντιμετωπίζουμε και τα δυο ως απλά εμπορικά προϊόντα. Το κλειδί βρίσκεται στο όραμα του Τίτου: να κάνουμε το λαό συμμέτοχο και δημιουργό του πολιτισμού που καταναλώνει. Να επιστρέψει ο πολιτισμός στη βιωματική του υπόσταση που είχε στην αρχαιότητα. Και αυτό μπορεί να γίνει στα πλαίσια των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων και των περιφερειακών φεστιβάλ που αντί να πατρονάρουν κρατικοδίαιτους θιάσους και άστεγους καλλιτέχνες, μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για την πολιτιστική αναγέννηση της υπαίθρου αλλά και ολόκληρης της χώρας. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει όσο αυτά πλασάρονται σα μεγάλα σουπερμάρκετ απ’ όπου ο καθένας ψωνίζει ό,τι του χτυπάει στο μάτι.
Γι’ αυτό κι εγώ σήμερα θα πάω να χειροκροτήσω τη χορωδία του χωριού μου στο αφιέρωμα που ετοίμαζε όλο το χρόνο στο Μάνο Λοϊζο. Θα χειροκροτήσω την προσπάθειά τους, το ζήλο τους, την αγωνία τους· που κατάφεραν όλη τη χρονιά, με την κουβέντα και το τραγούδι, να κρατήσουν ζωντανή τη μουσική του Μάνου. Αυτό για μένα αποτελεί το βίωμα της δημιουργίας των άλλων. Αυτό είναι πολιτισμός: το να δημιουργείς βιώνοντας, να βιώνεις δημιουργώντας· η ουσία της ζωής της ίδιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου