Αφορμή για την παρούσα ανάρτηση αποτελεί η συζήτηση που άρχισε για το σχέδιο αναδιάρθρωσης (αποφεύγω τον κακοπαθημένο στην Ελλάδα όρο μεταρρύθμιση) της τοπικής αυτοδιοίκησης, «Καλλικράτης». Πιστεύω πως στόχος κάθε νέας πρότασης θα πρέπει να είναι η μείωση της γραφειοκρατίας και, κυρίως, η συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Δεν αναφέρομαι βέβαια στον νεόκοπο όρο "συμμετοχική δημοκρατία" που τόσο άβασάνιστα χρησιμοποιούν οι πολιτικοί - η δημοκρατία είναι είτε έμμεση είτε άμεση, εξασκείται είτε από αντιπροσώπους των πολιτών είτε από τους ίδιους τους πολίτες. Αντί λοιπόν να πειραματιζόμαστε με αμφιβόλου ποιότητας και αποτελεσματικότητας όρους προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το λεγόμενο δημοκρατικό "έλλειμα", πιο σώφρον θα ήταν να ανατρέξουμε σε δοκιμασμένα παραδείγματα αντιμετώπισης αυτού του ελλείματος. Έχω στο μυαλό μου το ελβετικό παράδειγμα, και αυτό σκοπεύω να παρουσιάσω εδώ, επικεντρώνοντας την προσοχή μου σ’ αυτό που αποτελεί το χαρακτηριστικό του γνώρισμα: την Άμεση Δημοκρατία.
Μια καλή –σύμφωνα με τις κριτικές - παρουσίαση του πολιτικού συστήματος της Ελβετίας κάνει ο Gregory Fossedal στο βιβλίο του Direct Democracy in Switzerland, όπου παράλληλα διηγείται πως μια χώρα με λίγους φυσικούς πόρους κατόρθωσε να γίνει μια από τις πιο πετυχημένες οικονομίες του κόσμου και πως ένα έθνος με οξύτατες θρησκευτικές και γλωσσικές διαιρέσεις έχτισε την πολιτική του ενότητα και απολαμβάνει σήμερα μια βαθιά κοινωνική γαλήνη. Στόχος του βιβλίου είναι να προβάλει το ελβετικό παράδειγμα ως πρότυπο με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούν οι δυτικές δημοκρατίες τον 21ο αιώνα.
Βασική φιλοσοφία του ελβετικού πολιτικού συστήματος είναι η αποκέντρωση της εξουσίας και η άμεση δημοκρατία όπως εξασκείται με τα συχνά δημοψηφίσματα και το δικαίωμα για υποβολή πρότασης νόμου που έχουν οι εκλογείς. Όπως και σε πολλά άλλα δημοκρατικά καθεστώτα, στυλοβάτες του πολιτικού συστήματος στην Ελβετία είναι οι διακριτές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και τα κόμματα, που άλλοτε συνασπίζονται κι άλλοτε όχι – επιπλέον το κράτος στην Ελβετία έχει ομόσπονδο χαρακτήρα. Δύο όμως είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του ελβετικού παραδείγματος: η βουλευτική ιδιότητα χαρακτηρίζεται ως ημιαπασχόληση – αυτό σημαίνει ότι οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εξασκούν κι ένα άλλο επάγγελμα προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην- και τα συχνά δημοψηφίσματα που αποτελούν ένα σταθεροποιητικό παράγοντα για το κοινοβούλιο, την κυβέρνηση, την οικονομία και την κοινωνία.
Στη συνέχεια θα εξηγήσω αυτόν το σταθεροποιητικό ρόλο που έχουν τα δημοψηφίσματα.
1. Τα δημοψηφίσματα ενισχύουν τη διάθεση για πολιτικούς συμβιβασμούς, στους οποίους προσφεύγει κάθε κυβέρνηση γνωρίζοντας τη δυνατότητα που έχει το αντίπαλο κόμμα να προκαλέσει δημοψήφισμα. Σ’ αυτή την περίπτωση η «απειλή» του δημοψηφίσματος δρα αποτρεπτικά περιορίζοντας την κυβερνητική αλαζονεία.
2. Τα δημοψηφίσματα ευνοούν τους μεγάλους συνασπισμούς, στους οποίους καταφεύγουν τα κόμματα προκειμένου να ξεπεράσουν το σκόπελο που μοιραία αυτά δημιουργούν.
3. Τα δημοψηφίσματα ενισχύουν την πολιτική σταθερότητα. Καθώς ακραίοι νόμοι θα μπλοκαριστούν σ’ ένα δημοψήφισμα, τα κόμματα είναι λιγότερο πρόθυμα να προτείνουν ριζοσπαστικές αλλαγές και οι ψηφοφόροι λιγότερο πρόθυμοι να ζητήσουν τέτοιες αλλαγές στις εκλογές. Επίσης δεν είναι απαραίτητο να παραιτηθεί η κυβέρνηση αν χάσει σ’ ένα δημοψήφισμα, γιατί τα δημοψηφίσματα λύνουν το πρόβλημα –την αποτροπή ενός ακραίου νόμου- πιο καίρια και πιο αποτελεσματικά.
Ας δούμε τώρα από ποια στάδια περνάει η ψήφιση ενός νόμου. Πρώτον, ένα προσχέδιο ετοιμάζεται από την ομοσπονδιακή διοίκηση. Δεύτερον, το προσχέδιο παρουσιάζεται σε ένα μεγάλο αριθμό θεσμικών παραγόντων όπως κυβερνήσεις των καντονιών, πολιτικά κόμματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ενώσεις πολιτών, που σχολιάζουν και προτείνουν αλλαγές. Τρίτον, το αποτέλεσμα παρουσιάζεται στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, συζητείται κεκλεισμένων των θυρών και ακολουθεί η δημόσια διαβούλευση του στην ολομέλεια του κοινοβουλίου. Σ’ αυτό το στάδιο, οι βουλευτές πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα του δεύτερου σταδίου, γιατί αν δεν το κάνουν είναι αναπόφευκτο το τέταρτο στάδιο: το εκλεκτορικό σώμα έχει δικαίωμα βέτο στους νόμους. Αν οποισδήποτε μπορέσει και συγκεντρώσει σε διάστημα τριών μηνών 50.000 υπογραφές, πρέπει να γίνει δημοψήφισμα για το συγκεκριμένο νόμο.
Οι πολίτες όμως διαθέτουν το δικαίωμα και άλλης παρέμβασης στο πολιτικό σύστημα: 100.000 υπογραφές μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στο Σύνταγμα. Το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο είναι υποχρεωμένο να συζητήσει την πρόταση των πολιτών, να τη δεχτεί ή να την απορρίψει, ή να προτείνει μια εναλλακτική. Όποια κι αν είναι η πρόταση του κοινοβουλίου, οι πολίτες είναι αυτοί που στο τέλος θα αποφανθούν με δημοψήφισμα αν θα δεχτούν την πρόταση, αν θα δεχτούν την εναλλακτική, ή αν θα προτιμήσουν να μην αλλάξει τίποτα.
Αυτά βέβαια ισχύουν σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Στο επίπεδο των καντονιών και των τοπικών κοινοτήτων, οι πολίτες μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο αριθμό δημοψηφισμάτων για θέματα της καθημερινότητας, συλλέγοντας βέβαια λιγότερες υπογραφές. Είναι χαρακτηριστική η παρουσίαση του Fossedal που μας ταξιδεύει από το Appenzeller-Innerrhoden, ένα μικρό αγροτικό καντόνι στα βορειοανατολικά, όπου οι κάτοικοι πραγματοποιούν στην πλατεία του χωριού την ετήσια συνελευσή τους για να νομοθετήσουν, στην Belinzona, στον ιταλόφωνο νότο, όπου μια ανεπίσημη επιτροπή κανονίζει να βρει εκχιονιστήρες για να ξεθάψουν κάποιους αποκλεισμένους ντόπιους, στο Hittnau, κοντά στη Ζυρίχη, όπου γίνεται μια συνάντηση ανάμεσα στους δημοτικούς συμβούλους και στους εκκλησιαστικούς επιτρόπους για τις μεταξύ τους θεσμικές σχέσεις, και στο Vevey, στη γαλλόφωνη δυτική Ελβετία, όπου το τοπικό συμβούλιο αποφασίζει με δημόσια ψηφοφορία, για το αν ένας Γιουγκοσλάβος, ένας Ρουμάνος και τρεις Ιταλοί θα γίνουν πολίτες του Vevey, και κατ’ επέκταση όλης της Ελβετίας (όπως και έγιναν). [από την κριτική του Brian Beedham (The Economist) για το βιβλίο του Fossedal.]
Τώρα θα μου πείτε ότι τέτοια πράγματα δεν μπορούν να γίνουν στην Ελλάδα, ότι η Ελβετία είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση κτλ, κτλ. Όπως επισημαίνει όμως ο Brian Beedham, «ο Θεός δε σχεδίασε την Ελβετία ως μονοπώλιο για την άμεση δημοκρατία». Αυτό σημαίνει ότι κάθε λαός μπορεί να την εξασκήσει αρκεί να την επιδιώξει. Όσο όμως στην Ελλάδα δε θέτουμε το ζήτημα της διοίκησης – κεντρικής και τοπικής- στη βάση της συμμετοχής των πολιτών σ’ αυτήν και όσο ασχολούμαστε με ψευτοδιλήμματα τύπου νομαρχία ή περιφέρεια, αντινομάρχης ή αντιπεριφερειάρχης, τόσο καταλαβαίνουμε όλοι ότι η κουβέντα γίνεται για το ποιος θα έχει τη μεγαλύτερη κουτάλα – για να τρώει περισσότερο.
Πληροφορίες γι' αυτή την ανάρτηση άντλησα από εδώ και από εδώ
Μια καλή –σύμφωνα με τις κριτικές - παρουσίαση του πολιτικού συστήματος της Ελβετίας κάνει ο Gregory Fossedal στο βιβλίο του Direct Democracy in Switzerland, όπου παράλληλα διηγείται πως μια χώρα με λίγους φυσικούς πόρους κατόρθωσε να γίνει μια από τις πιο πετυχημένες οικονομίες του κόσμου και πως ένα έθνος με οξύτατες θρησκευτικές και γλωσσικές διαιρέσεις έχτισε την πολιτική του ενότητα και απολαμβάνει σήμερα μια βαθιά κοινωνική γαλήνη. Στόχος του βιβλίου είναι να προβάλει το ελβετικό παράδειγμα ως πρότυπο με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούν οι δυτικές δημοκρατίες τον 21ο αιώνα.
Βασική φιλοσοφία του ελβετικού πολιτικού συστήματος είναι η αποκέντρωση της εξουσίας και η άμεση δημοκρατία όπως εξασκείται με τα συχνά δημοψηφίσματα και το δικαίωμα για υποβολή πρότασης νόμου που έχουν οι εκλογείς. Όπως και σε πολλά άλλα δημοκρατικά καθεστώτα, στυλοβάτες του πολιτικού συστήματος στην Ελβετία είναι οι διακριτές εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) και τα κόμματα, που άλλοτε συνασπίζονται κι άλλοτε όχι – επιπλέον το κράτος στην Ελβετία έχει ομόσπονδο χαρακτήρα. Δύο όμως είναι τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του ελβετικού παραδείγματος: η βουλευτική ιδιότητα χαρακτηρίζεται ως ημιαπασχόληση – αυτό σημαίνει ότι οι βουλευτές είναι υποχρεωμένοι να εξασκούν κι ένα άλλο επάγγελμα προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην- και τα συχνά δημοψηφίσματα που αποτελούν ένα σταθεροποιητικό παράγοντα για το κοινοβούλιο, την κυβέρνηση, την οικονομία και την κοινωνία.
Στη συνέχεια θα εξηγήσω αυτόν το σταθεροποιητικό ρόλο που έχουν τα δημοψηφίσματα.
1. Τα δημοψηφίσματα ενισχύουν τη διάθεση για πολιτικούς συμβιβασμούς, στους οποίους προσφεύγει κάθε κυβέρνηση γνωρίζοντας τη δυνατότητα που έχει το αντίπαλο κόμμα να προκαλέσει δημοψήφισμα. Σ’ αυτή την περίπτωση η «απειλή» του δημοψηφίσματος δρα αποτρεπτικά περιορίζοντας την κυβερνητική αλαζονεία.
2. Τα δημοψηφίσματα ευνοούν τους μεγάλους συνασπισμούς, στους οποίους καταφεύγουν τα κόμματα προκειμένου να ξεπεράσουν το σκόπελο που μοιραία αυτά δημιουργούν.
3. Τα δημοψηφίσματα ενισχύουν την πολιτική σταθερότητα. Καθώς ακραίοι νόμοι θα μπλοκαριστούν σ’ ένα δημοψήφισμα, τα κόμματα είναι λιγότερο πρόθυμα να προτείνουν ριζοσπαστικές αλλαγές και οι ψηφοφόροι λιγότερο πρόθυμοι να ζητήσουν τέτοιες αλλαγές στις εκλογές. Επίσης δεν είναι απαραίτητο να παραιτηθεί η κυβέρνηση αν χάσει σ’ ένα δημοψήφισμα, γιατί τα δημοψηφίσματα λύνουν το πρόβλημα –την αποτροπή ενός ακραίου νόμου- πιο καίρια και πιο αποτελεσματικά.
Ας δούμε τώρα από ποια στάδια περνάει η ψήφιση ενός νόμου. Πρώτον, ένα προσχέδιο ετοιμάζεται από την ομοσπονδιακή διοίκηση. Δεύτερον, το προσχέδιο παρουσιάζεται σε ένα μεγάλο αριθμό θεσμικών παραγόντων όπως κυβερνήσεις των καντονιών, πολιτικά κόμματα, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ενώσεις πολιτών, που σχολιάζουν και προτείνουν αλλαγές. Τρίτον, το αποτέλεσμα παρουσιάζεται στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές, συζητείται κεκλεισμένων των θυρών και ακολουθεί η δημόσια διαβούλευση του στην ολομέλεια του κοινοβουλίου. Σ’ αυτό το στάδιο, οι βουλευτές πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα του δεύτερου σταδίου, γιατί αν δεν το κάνουν είναι αναπόφευκτο το τέταρτο στάδιο: το εκλεκτορικό σώμα έχει δικαίωμα βέτο στους νόμους. Αν οποισδήποτε μπορέσει και συγκεντρώσει σε διάστημα τριών μηνών 50.000 υπογραφές, πρέπει να γίνει δημοψήφισμα για το συγκεκριμένο νόμο.
Οι πολίτες όμως διαθέτουν το δικαίωμα και άλλης παρέμβασης στο πολιτικό σύστημα: 100.000 υπογραφές μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στο Σύνταγμα. Το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο είναι υποχρεωμένο να συζητήσει την πρόταση των πολιτών, να τη δεχτεί ή να την απορρίψει, ή να προτείνει μια εναλλακτική. Όποια κι αν είναι η πρόταση του κοινοβουλίου, οι πολίτες είναι αυτοί που στο τέλος θα αποφανθούν με δημοψήφισμα αν θα δεχτούν την πρόταση, αν θα δεχτούν την εναλλακτική, ή αν θα προτιμήσουν να μην αλλάξει τίποτα.
Αυτά βέβαια ισχύουν σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Στο επίπεδο των καντονιών και των τοπικών κοινοτήτων, οι πολίτες μπορούν να προκαλέσουν μεγάλο αριθμό δημοψηφισμάτων για θέματα της καθημερινότητας, συλλέγοντας βέβαια λιγότερες υπογραφές. Είναι χαρακτηριστική η παρουσίαση του Fossedal που μας ταξιδεύει από το Appenzeller-Innerrhoden, ένα μικρό αγροτικό καντόνι στα βορειοανατολικά, όπου οι κάτοικοι πραγματοποιούν στην πλατεία του χωριού την ετήσια συνελευσή τους για να νομοθετήσουν, στην Belinzona, στον ιταλόφωνο νότο, όπου μια ανεπίσημη επιτροπή κανονίζει να βρει εκχιονιστήρες για να ξεθάψουν κάποιους αποκλεισμένους ντόπιους, στο Hittnau, κοντά στη Ζυρίχη, όπου γίνεται μια συνάντηση ανάμεσα στους δημοτικούς συμβούλους και στους εκκλησιαστικούς επιτρόπους για τις μεταξύ τους θεσμικές σχέσεις, και στο Vevey, στη γαλλόφωνη δυτική Ελβετία, όπου το τοπικό συμβούλιο αποφασίζει με δημόσια ψηφοφορία, για το αν ένας Γιουγκοσλάβος, ένας Ρουμάνος και τρεις Ιταλοί θα γίνουν πολίτες του Vevey, και κατ’ επέκταση όλης της Ελβετίας (όπως και έγιναν). [από την κριτική του Brian Beedham (The Economist) για το βιβλίο του Fossedal.]
Τώρα θα μου πείτε ότι τέτοια πράγματα δεν μπορούν να γίνουν στην Ελλάδα, ότι η Ελβετία είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση κτλ, κτλ. Όπως επισημαίνει όμως ο Brian Beedham, «ο Θεός δε σχεδίασε την Ελβετία ως μονοπώλιο για την άμεση δημοκρατία». Αυτό σημαίνει ότι κάθε λαός μπορεί να την εξασκήσει αρκεί να την επιδιώξει. Όσο όμως στην Ελλάδα δε θέτουμε το ζήτημα της διοίκησης – κεντρικής και τοπικής- στη βάση της συμμετοχής των πολιτών σ’ αυτήν και όσο ασχολούμαστε με ψευτοδιλήμματα τύπου νομαρχία ή περιφέρεια, αντινομάρχης ή αντιπεριφερειάρχης, τόσο καταλαβαίνουμε όλοι ότι η κουβέντα γίνεται για το ποιος θα έχει τη μεγαλύτερη κουτάλα – για να τρώει περισσότερο.
Πληροφορίες γι' αυτή την ανάρτηση άντλησα από εδώ και από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου