Ο Άγιος Νικόλαος, καταστρέφοντας ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο
Οι στάχτες είναι του ελληνισμού. Μέσα απ' αυτές ξεπήδησε ο χριστιανισμός πατώντας πάνω σε ναούς, αγάλματα, βιβλία και πτώματα. Πίσω στον τέταρτο αιώνα. Το χρονικό της μεγάλης καταστροφής όπως το διαβάζω στον Τζίμη Παπανικολόπουλο: Μετά το διάταγμα του 380 με το οποίο ο χριστιανισμός καθιερώνεται επίσημη θρησκεία και η Ορθοδοξία επίσημο δόγμα της Εκκλησίας, οι διωγμοί εναντίον των 'εθνικών', των Ιουδαίων και των αιρετικών θα αποκτήσουν πλέον και τη νομική τους κατοχύρωση. Το 384 ο Θεοδόσιος τοποθετεί ως ύπαρχο Ανατολής έναν αγροίκο Ισπανό και υπό την άμεση επίβλεψή του οι έξαλλοι μοναχοί θα καταστρέψουν όλα σχεδόν τα Ιερά της υπαίθρου. Το 391 ακολουθεί άλλο διάταγμα που απαγορεύει την ειδωλολατρία αλλά και την απλή είσοδο στους αρχαίους ναούς, ενώ την ίδια χρονιά ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, πρωτοστατεί και αυτοπροσώπως κατευθύνει τα μαινόμενα πλήθη που πυρπολούν και ισοπεδώνουν σχεδόν το μέγα Σεράπειο με την περίφημη 'θυγατρική' Βιβλιοθήκη. Το 394, με άλλο διάταγμα απαγορεύεται κάθε επίσημη εκδήλωση των 'εθνικών' όπως ο Ολυμπιακοί Αγώνες, και το 396 θα δοθεί τέλος στα Ελευσίνια Μυστήρια. Το 412 ο επόμενος πατριάρχης Κύριλλος θα εγκαινιάσει την εκστρατεία εξόντωσης των Ιουδαίων της Αλεξάνδρειας, ενώ το 415 με δική του προτροπή τα χριστιανικότατα πλήθη θα κατακρεουργήσουν την έξοχη Υπατία, το καμάρι της Αλεξάνδρειας, την "θεοφιλεστάτην διδάσκαλον", όπως την αποκαλούσε ο σπουδαίος Συνέσιος, το..."άχραντον άστρον της σοφής παιδεύσεως", όπως την τραγουδά ο Παλλαδάς.
Βράδυ Ανάστασης με τα επιγράμματα του Παλλαδά αναχείρας βυθίζομαι σε μια Ελλάδα που αντιστέκεται, πονά, καταγγέλλει, θυμάται, ανησυχεί, στοχάζεται, υψώνει τραγική φωνή
Είμαστε, αλήθεια, ζωντανοί, ω Έλληνες,
καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά
κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;
Ή μήπως ζούμε εμείς
κι έχει η ζωή πεθάνει;
ΑΡΑ ΜΗ ΘΑΝΟΝΤΕΣ ΤΩ ΔΟΚΕΙΝ ΖΩΜΕΝ ΜΟΝΟΝ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΔΡΕΣ ΣΥΜΦΟΡΑ ΠΕΠΤΩΚΟΤΕΣ
ΟΝΕΙΡΟΝ ΕΙΚΑΖΟΝΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΝ ΒΙΟΝ;
Η ΖΩΜΕΝ ΗΜΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΕΘΝΗΚΟΤΟΣ;
αλλά πάντα σατιρίζει
Γαϊδούρι που αντιστέκεται και το τραγούδι που μου χαρίσαν,
μακρόθυμο, καρτερικό, των οδοιπόρων καταφύγιο.
Γαϊδούρι που αργοπερπατά,
όνειρο, πόνος, δισταγμός, αυτών που αναθυμούνται,
στο τέλος τους τα πριν.
ΑΝΤΙΣΠΑΣΤΟΝ ΕΜΟΙ ΤΙΣ ΟΝΟΝ ΜΑΚΡΟΘΥΜΟΝ ΕΔΩΚΕΝ
ΤΩΝ ΒΑΣΤΑΖΟΜΕΝΩΝ ΟΡΜΟΝ ΟΔΟΙΠΟΡΙΗΣ
ΥΙΟΝ ΤΗΣ ΒΡΑΔΥΤΗΤΟΣ ΟΝΟΝ, ΠΟΝΟΝ, ΟΚΝΟΝ, ΟΝΕΙΡΟΝ
ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΜΠΤΟΝΤΩΝ ΥΣΤΑΤΙΟΝ ΠΡΟΤΕΡΟΝ
Μέρες του Πάσχα, Αλεξάνδρεια, 300 και κάτι. Οι χριστιανοί δε βρίσκονται στις εκκλησιές αλλά στους δρόμους της πόλης όπου σφάζουν και σφάζονται.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ξεχύνονται οι τραμπούκοι παραβολάνοι και φιλόπονοι του πατριάρχη,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και θρύψαλα το περίφημο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και οι μελανειμονούντες καλικάντζαροι χορεύουν πάνω στα ερείπια του Εμπορείου, του Αδριάνειου, του Γυμνασίου, του Κρόνειου, του Ερμείου, του Τύχαιου, του Τιμώνειου, του Αρσινόειου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ο φανατισμένος όχλος με τον λιθομανή και χρυσολάτρη πατριάρχη Θεόφιλο πέφτει με βουλιμία πάνω στις περιουσίες των αρχαίων ναών
Αν μοναχοί, πώς είστε τόσοι;
Κι αν πάλι τόσοι, πώς είστε μοναχοί;
Α, τι συρφετός με μοναχούς διαψεύδει τώρα τη μονάδα!
ΕΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΙ ΤΟΣΟΙΔΕ; ΤΟΣΟΙΔΕ ΔΕ ΠΩΣ ΠΑΛΙ ΜΟΥΝΟΙ;
Ω ΠΛΗΘΥΣ ΜΟΝΑΧΩΝ ΨΕΥΣΑΜΕΝΗ ΜΟΝΑΔΑ
αναρωτιέται ο Παλλαδάς.
Μέσα από τον ορυμαγδό των καμπάνων και των βεγγαλικών προσπαθώ να ακούσω μια φωνή διστακτική, αινιγματική, βγαλμένη από μια εποχή όπου τα πράγματα ανεστράφησαν, όπου ο Απόλλωνας έδωσε τον τελευταίο του χρησμό
Πέστε του βασιλιά
πως ρήμαξε η περίλαμπρη αυλή,
ο Φοίβος πια σκέπη δεν έχει
ούτε και δάφνη ο μάντης του.
Έπαψε η πηγή να τραγουδά
και το νερό που πριν κελάρυζε
έχει σωπάσει τώρα.
ΕΙΠΑΤΕ ΤΩ ΒΑΣΙΛΗΙ ΧΑΜΑΙ ΠΕΣΕ ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΑΥΛΑ
ΟΥΚΕΤΙ ΦΟΙΒΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΛΥΒΑΝ ΟΥ ΜΑΝΤΙΔΑ ΔΑΦΝΗΝ
ΟΥ ΠΑΓΑΝ ΛΑΛΕΟΥΣΑΝ ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΚΑΙ ΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ
και μετά η μυστική Σιωπή που μόνο οι ποιητές μπορούν να αφουγκραστούν...ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
(Οι πληροφορίες και τα ποιήματα είναι από την εκτενή εισαγωγή, τη μετάφραση και τον εξαιρετικό σχολιασμό του Τζίμη Παπανικολόπουλου στο βιβλίο του, Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς και το τέλος μιας εποχής, εκδ. Πολύτυπο, 2004)
Βράδυ Ανάστασης με τα επιγράμματα του Παλλαδά αναχείρας βυθίζομαι σε μια Ελλάδα που αντιστέκεται, πονά, καταγγέλλει, θυμάται, ανησυχεί, στοχάζεται, υψώνει τραγική φωνή
Είμαστε, αλήθεια, ζωντανοί, ω Έλληνες,
καθώς μας πήρε τώρα η συμφορά
κι έγινε η ζωή μας εφιάλτης;
Ή μήπως ζούμε εμείς
κι έχει η ζωή πεθάνει;
ΑΡΑ ΜΗ ΘΑΝΟΝΤΕΣ ΤΩ ΔΟΚΕΙΝ ΖΩΜΕΝ ΜΟΝΟΝ
ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΝΔΡΕΣ ΣΥΜΦΟΡΑ ΠΕΠΤΩΚΟΤΕΣ
ΟΝΕΙΡΟΝ ΕΙΚΑΖΟΝΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΝ ΒΙΟΝ;
Η ΖΩΜΕΝ ΗΜΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΤΕΘΝΗΚΟΤΟΣ;
αλλά πάντα σατιρίζει
Γαϊδούρι που αντιστέκεται και το τραγούδι που μου χαρίσαν,
μακρόθυμο, καρτερικό, των οδοιπόρων καταφύγιο.
Γαϊδούρι που αργοπερπατά,
όνειρο, πόνος, δισταγμός, αυτών που αναθυμούνται,
στο τέλος τους τα πριν.
ΑΝΤΙΣΠΑΣΤΟΝ ΕΜΟΙ ΤΙΣ ΟΝΟΝ ΜΑΚΡΟΘΥΜΟΝ ΕΔΩΚΕΝ
ΤΩΝ ΒΑΣΤΑΖΟΜΕΝΩΝ ΟΡΜΟΝ ΟΔΟΙΠΟΡΙΗΣ
ΥΙΟΝ ΤΗΣ ΒΡΑΔΥΤΗΤΟΣ ΟΝΟΝ, ΠΟΝΟΝ, ΟΚΝΟΝ, ΟΝΕΙΡΟΝ
ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΜΠΤΟΝΤΩΝ ΥΣΤΑΤΙΟΝ ΠΡΟΤΕΡΟΝ
Μέρες του Πάσχα, Αλεξάνδρεια, 300 και κάτι. Οι χριστιανοί δε βρίσκονται στις εκκλησιές αλλά στους δρόμους της πόλης όπου σφάζουν και σφάζονται.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ξεχύνονται οι τραμπούκοι παραβολάνοι και φιλόπονοι του πατριάρχη,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και θρύψαλα το περίφημο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και οι μελανειμονούντες καλικάντζαροι χορεύουν πάνω στα ερείπια του Εμπορείου, του Αδριάνειου, του Γυμνασίου, του Κρόνειου, του Ερμείου, του Τύχαιου, του Τιμώνειου, του Αρσινόειου,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ και ο φανατισμένος όχλος με τον λιθομανή και χρυσολάτρη πατριάρχη Θεόφιλο πέφτει με βουλιμία πάνω στις περιουσίες των αρχαίων ναών
Αν μοναχοί, πώς είστε τόσοι;
Κι αν πάλι τόσοι, πώς είστε μοναχοί;
Α, τι συρφετός με μοναχούς διαψεύδει τώρα τη μονάδα!
ΕΙ ΜΟΝΑΧΟΙ ΤΙ ΤΟΣΟΙΔΕ; ΤΟΣΟΙΔΕ ΔΕ ΠΩΣ ΠΑΛΙ ΜΟΥΝΟΙ;
Ω ΠΛΗΘΥΣ ΜΟΝΑΧΩΝ ΨΕΥΣΑΜΕΝΗ ΜΟΝΑΔΑ
αναρωτιέται ο Παλλαδάς.
Μέσα από τον ορυμαγδό των καμπάνων και των βεγγαλικών προσπαθώ να ακούσω μια φωνή διστακτική, αινιγματική, βγαλμένη από μια εποχή όπου τα πράγματα ανεστράφησαν, όπου ο Απόλλωνας έδωσε τον τελευταίο του χρησμό
Πέστε του βασιλιά
πως ρήμαξε η περίλαμπρη αυλή,
ο Φοίβος πια σκέπη δεν έχει
ούτε και δάφνη ο μάντης του.
Έπαψε η πηγή να τραγουδά
και το νερό που πριν κελάρυζε
έχει σωπάσει τώρα.
ΕΙΠΑΤΕ ΤΩ ΒΑΣΙΛΗΙ ΧΑΜΑΙ ΠΕΣΕ ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΑΥΛΑ
ΟΥΚΕΤΙ ΦΟΙΒΟΣ ΕΧΕΙ ΚΑΛΥΒΑΝ ΟΥ ΜΑΝΤΙΔΑ ΔΑΦΝΗΝ
ΟΥ ΠΑΓΑΝ ΛΑΛΕΟΥΣΑΝ ΑΠΕΣΒΕΤΟ ΚΑΙ ΛΑΛΟΝ ΥΔΩΡ
και μετά η μυστική Σιωπή που μόνο οι ποιητές μπορούν να αφουγκραστούν...ΑΝΑΣΤΑΣΗ!
(Οι πληροφορίες και τα ποιήματα είναι από την εκτενή εισαγωγή, τη μετάφραση και τον εξαιρετικό σχολιασμό του Τζίμη Παπανικολόπουλου στο βιβλίο του, Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς και το τέλος μιας εποχής, εκδ. Πολύτυπο, 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου