Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Ο αντι-επιστημονισμός της ομάδας Δραγώνα.

Ήξερα ότι το έθνος αποτελεί ένα συμβολικό μόρφωμα. Κοιτάζοντας όμως αυτό τον πίνακα του Εγγονόπουλου, σκέφτομαι ότι το ελληνικό έθνος αποτελεί σουρεαλιστικό μόρφωμα. Πραγματικά, δεν μπορείς να ερμηνεύσεις το σουρεαλισμό του Εγγονόπουλου αν δεν έχεις στο μυαλό σου το μύθο της συνέχειας και της ενότητας του ελληνισμού. Και αντίστροφα αυτός ο μύθος βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στο σουρεαλισμό του Εγγονόπουλου.


Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που το βιβλίο των Άννας Φραγκουδάκη-Θάλειας Δραγώνα προκάλεσε τρικυμία στο διαδίκτυο. Και αναφέρομαι κυρίως στο διαδίκτυο γιατί από εκεί ξεκίνησε η διαστρεβλωμένη παρουσίασή του, που έτυχε χυδαίας εκμετάλλευσης από ακροδεξιούς κύκλους και αναπαράχθηκε εντελώς άκριτα από πλήθος μπλόγκερς. Τις διαστρεβλωμένες απόψεις κατέδειξαν με αναλυτικό τρόπο η Βίκυ Χρυσού και ο Κωνσταντίνος Παραβάτης αντιπαραβάλλοντας τα αποσπάσματα του βιβλίου με τα παραθέματα του διαδικτύου. Επιπλέον, ο Γιάννης Λάζαρης προχώρησε σε μια αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου που ανασκευάζει πλήρως την διαδικτυακή διαστρέβλωση. Σκοπός της δικής μου παρέμβασης είναι να προχωρήσω σε μια αρνητική –το ξεκαθαρίζω- κριτική του βιβλίου, επικεντρώνοντας την προσοχή μου στην επιστημοσύνη και τη μεθοδολογία των συγγραφέων του.

Οι συγγραφείς του βιβλίου διαπράττουν τα εξής επιστημονικά ατοπήματα: Πρώτον, εκ προοιμίου διάκεινται αρνητικά απέναντι στη διαδικασία συγκρότησης ενός έθνους - γιατι «απαιτεί αρχαϊκές λειτουργίες, που χρησιμοποιούν γενικεύσεις κάνοντας χρήση ανεπεξέργαστων, στοιχειωδών διεργασιών διάσπασης . . . οδηγεί στην αρνητική αξιολόγηση και άρα υποτίμηση όλων των στοιχείων, που αναγνωρίζονται ως ανοίκεια . . . τέλος, η διεργασία της διαφοροποίησης κατασκευάζει ανώτερα και κατώτερα όρια, που συνεχώς δημιουργούν νέες διαφοροποιήσεις, οι οποίες σε κάθε στιγμή υπόκεινται στην ακύρωση τους» - επιδιώκωντας έτσι να προκαταλάβουν και την αρνητική γνώμη του αναγνώστη. Δεύτερον, θεωρούν ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα διαμορφώθηκε και σημαδεύτηκε άπαξ και δια παντός κατά τον 19ο αιώνα, «που διεξαγόταν η πάλη για την οριστικοποίηση των εθνικών συνόρων σε μια εποχή επεκτατισμών, αποικιοκρατίας και των αντίστοιχων ιδεολογιών, που νομιμοποιούσαν αυτές τις πολιτικές», αγνοώντας όλα τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν και μεταμόρφωσαν αυτές τις ιδεολογίες, με κορυφαίο γεγονός την Μικρασιατική Καταστροφή. Με αυτή λοιπόν την ανιστόρητη προσέγγιση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «ο λόγος των σχολικών βιβλίων για το έθνος, την κουλτούρα, την πολιτισμική ομοιογένεια και την εθνική συνέχεια από την αρχαιότητα εμφανίζεται να παραμένει εγκλωβισμένος στους μύθους και τις αντιφάσεις ενός εθνικισμού του 19ου αιώνα» (τα παραθέματα από την παρουσίαση του Λάζαρη).

Μ’ αυτό τον αντιεπιστημονικό τρόπο οι εν λόγω συγγραφείς συνδέουν την ελληνική εκπαίδευση του 21ου αιώνα με τα πολιτικά γεγονότα του 19ου αιώνα, αγνοώντας επιδεικτικά ότι:

1. Από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, η έννοια του έθνους (ο εθνισμός) γνώρισε αρκετές μεταμορφώσεις,
2. Διαφορετικά προσέγγισαν τον εθνισμό οι συντηρητικοί και οι προοδευτικοί (φιλελεύθεροι) Έλληνες διανοούμενοι
3. Η έννοια του έθνους με την παρέμβαση καλλιτεχνών και λογοτεχνών απέκτησε ένα πλούσιο παιδευτικό περιεχόμενο.

Έτσι οι συγγραφείς επιμένουν σε μια μονοσήμαντη έννοια του έθνους που συνδέει ευθύγραμμα, και σχεδόν αδιαμεσολάβητα, το σήμερα με το χθές. Επιπροσθέτως αυτή η έννοια φορτίζεται αρνητικά καθώς, με τον ιδεολογικό λόγο περί ανώτερου/κατώτερου που ενσωματώνει, στιγματίζει την ελληνική κοινωνία σήμερα κατατάσσοντας την στην Ανατολή της Δύσης και στον Νότο του ευρωπαϊκού Βορρά. Πιστεύουν δε ότι η έννοια του έθνους (εθνικισμό την αποκαλούν) αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα ένα ένα, ξεκαθαρίζοντας πρώτα τις έννοιες εθνισμός και εθνικισμός. Ο όρος εθνισμός που χρησιμοποίησα εγώ αναφέρεται στην έννοια του έθνους. Ο όρος εθνικισμός που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς αποτελεί μια από τις μεταμορφώσεις του εθνισμού, και μ’ αυτή πρόκειται να αρχίσω. Όταν το 1847 ο πρωθυπουργός Κωλέττης εκφώνησε τον περίφημο λόγο του στη Βουλή προκειμένου να υπερκεράσει τον διχασμό ανάμεσα στους αυτόχθονες (τους Έλληνες που ζούσαν στα μέχρι τότε όρια του ελληνικού κράτους) και στους ετερόχθονες (τους εκτός των τότε συνόρων Έλληνες), χρησιμοποίησε τον νεολογισμό «Μεγάλη Ιδέα», που έμελλε να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της ελληνικής εθνικιστικής πολιτικής για πολλές δεκαετίες. Η «Μεγάλη Ιδέα» ήταν που οδήγησε στην εθνική ταπείνωση του 1897 και αυτή ήταν που οδήγησε στους θριάμβους των Βαλκανικών πολέμων για να ταφεί οριστικά και τραγικά το 1922 με το τέλος του Μικρασιατικού πολέμου. Αυτά τα ιστορικά γεγονότα σήμαναν και μια μετατόπιση στο ιδεολογικό πεδίο. «Μέχρι το 1922» γράφει ο Δημήτρης Τζιόβας στις Μεταμορφώσεις του εθνισμού (πλήρης τίτλος: Οι μεταμορφώσεις του εθνισμού και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας στο Μεσοπόλεμο, εκδ. Οδυσσέας, 1989), «το κύριο ζήτημα για το ελληνικό έθνος ήταν πρόβλημα ενότητας και συνέχειας, για αυτό άλλωστε και οι μεταφορές ήταν ανάλογα οργανικές (εθνική ψυχή, ελληνικό πνεύμα), ενώ από το 1923 το ζήτημα μετασχηματίζεται σε πρόβλημα διαφοράς (ελληνικότητα): πώς δηλαδή θα ξεχωρίσουμε από τα άλλα έθνη και πώς θα προβληθεί η ελληνική ιδιαιτερότητα». Μ’ αυτό τον τρόπο συντελέστηκε η ουμανιστική μεταμόρφωση της Μεγάλης Ιδέας και ο πρότερος επεκτατισμός του έθνους μετουσιώθηκε σ’ έναν πνευματικό εθνισμό.

Προς την κατεύθυνση του πνευματικού εθνισμού σημαντικός υπήρξε ο διάλογος ανάμεσα στους ιδεαλιστές και τους υλιστές διανοούμενους. «Η συμβολή του μαρξισμού στην εκκόλαψη του ιδεολογήματος της ελληνικότητας», επισημαίνει ο Τζιόβας, «υπήρξε έμμεση αλλά καίρια, με το να ωθήσει τους εθνικόφρονες διανοούμενους στο να απεκδυθούν το πατριδολατρικό τους προσωπείο φορώντας το ιδεαλιστικό τους και αναγκάζοντάς τους να εγκαταλείψουν ή να τροποποιήσουν τον παρωχημένο τους εθνικισμό αντιμετωπίζοντας τη Δύση περισσότερο καλοπροαίρετα και συνάμα ανταγωνιστικά». Ανάσχεση προς αυτή την κατεύθυνση αποτέλεσε ο «κρατικός εθνισμός» της 4ης Αυγούστου, που διακατεχόταν από έναν απομονωτικό συγκεντρωτισμό. Αυτό το αυταρχικό, σωβινιστικό και λαϊκιστικό κλίμα που καλλιέργησε η 4η Αυγούστου δεν άφησε ανεπηρέαστους ούτε όσους αντιστάθηκαν στο μεταξικό καθεστώς, αναγκάζοντάς τους κι αυτούς να συζητούν για την ελληνικότητα και να προβάλλουν εντονότερα τις λαϊκές ρίζες (Μακρυγιάννης, Θεόφιλος) – στροφή που αναπόφευκτα μεγιστοποιήθηκε από τον πατριωτισμό του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Συνοψίζοντας αυτές τις πνευματικές ζυμώσεις και προκειμένου να καταλάβουμε τη διαφορετική προσέγγιση συντηρητικών και προοδευτικών (φιλελεύθερων) διανοουμένων, θα λέγαμε ότι οι συντηρητικοί διανοούμενοι, από τον Μεταξά και μετά, υιοθετούν μια δογματική θεώρηση της ελληνικότητας και προσπαθούν να την επιβάλλουν κανονιστικά, ενώ οι φιλελεύθεροι αναγκάζονται να προτείνουν μια πιο ευέλικτη και εύκαμπτη άποψη, στην οποία κυρίαρχη θέση έχει η αδιάκοπη επικοινωνία ανάμεσα στα έθνη και η αλληλεπίδρασή τους.

Αυτές τις μεταμορφώσεις του εθνισμού μπορούμε να τις παρατηρήσουμε και στην ελληνική λογοτεχνία. Από την εθνική ανάταση που διαπνέει το Δωδεκάλογο του Γύφτου του Παλαμά – για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί/θα αιστανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά!/τα φτερά,/τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα! – που καθώς εκδόθηκε το 1907 λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους, κατανοήθηκε από τους συγχρόνους του σχεδόν προφητικά για το έθνος, ως την κρίση της ελληνικής ταυτότητας που στοιχειώνει το Μυθιστόρημα του Σεφέρη – ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια/που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να/τ’ ακουμπήσω – που εκδομένο το 1935 απηχεί τη Μικρασιατική Καταστροφή, ολη η ελληνική λογοτεχνία μπορεί να ειδωθεί σα μια μελέτη του εθνισμού. Τις ίδιες παρατηρήσεις μπορούμε να κάνουμε και στη ζωγραφική, από τον νατουραλισμό του Γύζη και του Βολανάκη ως τον μοντερνισμό του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και τον υπερρεαλισμό του Εγγονόπουλου, αλλά και στη μουσική με τις συνθέσεις του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Συνοπτικά θα λέγαμε, ότι όλη η ελληνική πνευματική δημιουργία αποτελεί εντέλει μια προβληματική του εθνισμού, δίνοντας σ’ αυτή την έννοια ένα πλούσιο καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο, που αποκτά συνάμα και παιδευτικό χαρακτήρα με τη διδασκαλία στα σχολεία της Ελλάδας.

Όσον αφορά τώρα τις απόψεις των συγγραφέων του επίμαχου βιβλίου για τον εθνιστικό λόγο περί ανωτερότητας και κατωτερότητας και ότι αυτός αποτελεί τροχοπέδη για την ειρηνική συμβίωση των λαών στην Ευρώπη του 21ου αιώνα, έχω ασχοληθεί εκτενώς με άλλες μου αναρτήσεις εδώ. Θα συνοψίσω μόνο λέγοντας ότι οι πηγές των εν λόγω συγγραφέων χρειάζονται ενημέρωση καθώς έχουν σταματήσει κάπου στον 19ο αιώνα και δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τις εξελίξεις στη μεταπολεμική, μετα-αποικιοκρατική Ευρώπη. Η έννοια του εθνικού, ανώτερου πολιτισμού εγκαταλήφθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χάριν της πολυπολιτισμικότητας, που αντιμετώπιζε εξίσου όλες τις κουλτούρες μιας χώρας υποβαθμίζοντας τον εθνικό πολιτισμό σε μια από αυτές. Αυτό μοιραία οδήγησε σε μια αμφισβήτηση όλων των αξιών του Δυτικού πολιτισμού που έχουν την αφετηρία τους στο Διαφωτισμό. Η προβληματική που αναπτύσσεται σήμερα αφορά την επαναδραστηριοποίηση αυτών των αξιών χάριν ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οι αξίες δηλαδή του Διαφωτισμού που διαμορφώθηκαν και υιοθετήθηκαν από τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη δεν αποτελούν σύμβολα αποκλεισμού των άλλων μη-ευρωπαϊκών λαών, αλλά πρόσκληση για τη συμμετοχή και αυτών των λαών στα αγαθά του δυτικού πολιτισμού και μιας δικαιότερης για όλους κοινωνίας.

Κοντολογίς, οι συγγραφείς του βιβλίου δεν λαμβάνουν υπ’ όψη τους την ιστορική σημασία που απέκτησε η έννοια του έθνους για την ελληνική κοινωνία και τις μορφές που πήρε ο εθνισμός από τον 19ο αιώνα και μετά στην Ελλάδα. Αγνοούν επίσης και τον σύγχρονο προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί στην Ευρώπη γύρω από το Δυτικό πολιτισμό, που τοποθετεί αυτόν τον πολιτισμό λίγο πιο «ψηλά» σε σχέση με τους άλλους. Αντιθέτως επιμένουν σε μια μονοσήμαντη έννοια του έθνους και καταφέρονται ενάντια σε έναν πολιτισμό - φάντασμα που διαχωρίζει και αποκλείει. Επιδιώκουν δε να προκαταλάβουν και την αρνητική γνώμη του αναγνώστη υιοθετώντας την επιστημονικά αντιδεοντολογική μέθοδο να προτάξουν την ανάλυση και ερμηνεία των ερωτηματολογίων παρουσιάζοντας αυτά τα ερωτηματολόγια εκ των υστέρων – ερωτηματολόγια που κατά τ' άλλα έχουν αρκετό ενδιαφέρον και υπόκεινται βέβαια σε διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Με τη μέθοδό τους όμως οι συγγραφείς ακυρώνουν αυτή τη χρησιμότητά τους και αντ’ αυτού μας προσφέρουν έναν τυφλοσούρτη, έναν οδηγό πλοήγησης για επικίνδυνα νερά. Νομίζω ότι δεν τον χρειαζόμαστε.

6 σχόλια:

  1. Εξοχα τεκμηριωμενη αναλυση και απο - τελεσμα.
    Να σημειωσω πως κατα την ταπεινη μου γνωμη,τα ερωτηματολογια συνταγμενα απο την ιδια ομαδα επιστημονων που εκανε και την αναλυση των απαντησεων,ηταν εκ των προτερων ετσι γραμμενες οι ερωτησεις ωστε να παιρνουν και την επιθυμιτη απαντηση ή τουλαχιστον να ειναι ελευθερη η αναλυση προς εκμαιευση προ στοχοποιημενων συμπερασματων.
    Μου επιτρεπεις πιστευω την αναδημοσιευση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αποστολη εξετελεσθει :

    Ο Στοππάκιος απαντά στην ομάδα Δραγώνα-Φραγκουδάκη .

    http://catakravgi.blogspot.com/2010/02/blog-post_2287.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν καταλογίζω δόλο στους συγγραφείς. Κριτικάρω την επιστημονικά αντιδεοντολογική τους μέθοδο. Βεβαίως και μπορείς να το αναδημοσιεύσεις - η πληροφορία και η γνώση πρέπει να κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο, ακόμα κι αν οδηγεί στη λασπολογία - κάποιος θα βρεθεί να ξελασπώσει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Σ' ευχαριστούμε πολύ Στοππάκιε γι αυτή την αντικειμενική και αμερόληπτη ανάλυσή σου, χωρίς περιττές τυμπανουκρουσίες και κραυγές που δεν προσθέτουν τίποτε παρά μόνον αναπόδεικτη καχυποψία σε βάρος των συγγραφέων!
    Πιστεύω κι εγώ ότι η λάθος οπτική γωνία των ελληνικών πραγμάτων, του βιβλίου αυτού συνετέλεσε στην κατακραυγή του και στην εκμετάλλευσή του από ακροδεξιούς κύκλους!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ... μια - δυο παρατηρήσεις ...
    ... "ο λόγος των σχολικών βιβλίων για το έθνος, την κουλτούρα, την πολιτισμική ομοιογένεια και την εθνική συνέχεια από την αρχαιότητα εμφανίζεται να παραμένει εγκλωβισμένος στους μύθους και τις αντιφάσεις ενός εθνικισμού του 19ου αιώνα" - εδώ, λοιπόν, στο σωτήριο έτος 2010, τί έχεις να πεις για τα βιβλία αυτά;
    ... πόσο έχουν ξεκολλήσει από τα "ιστορήματα" του (και νονού του έθνους) Παπαρρηγόπουλου, π.χ.;
    ... όσο για το αν υπάρχει ένα "κόλλημα" στον 19ο αιώνα και δεν βλέπουν μπροστά (οι συγγραφείς) δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι τους αφορά ...
    ... προφανώς είναι σε θέση - εικάζω - να διακρίνουν περισσότερα πράγματα απ΄ ό,τι το 90% του ακαδημαϊκού πληθυσμού αυτής της χώρας ...
    ... θεωρώ ότι "καμπάνες βαράνε" ...
    ... τελικά, το βιβλίο αυτό - όπως και όλες οι καλές κριτικές, της δικιάς σου συμπεριλαμβανομένης - ένα πράγματα έβγαλαν στην επιφάνεια: την ανυπαρξία γνώσης αυτών των διεργασιών που είχαν συντελεσθεί για τη δημιουργία αυτού του έθνους, αλλά και αυτό που τονίζεις, δηλαδή τις διεργασίες που συνέχισαν να λαμβάνουν χώρα κατά τον 20ο και τον 21ο αιώνα, που τρέχει ...
    ... κακό πράγμα, αυτή η άγνοια ...
    ... και το εκπαιδευτικό μας σύστημα - δάσκαλοι και βιβλία - δεν βοηθάνε καθόλου ...
    ... ας στρέψουμε εκεί την προσοχή μας ...
    ... έρρωσο ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ένα άλλο πράγμα που φαίνεται να μην παίρνουν υπ' όψη τους οι συγγραφείς είναι και η ιστορία της εκπαίδευσης από τη μεταρρύθμιση του δημοτικισμού (αρχές 20ου αι.) ως σήμερα.

    Δυστυχώς και αυτοί οι συγγραφείς δεν ξεφεύγουν από τον ακαδημαϊκό συρμό που προκειμένου να επιδείξει πρωτοτυπία παίρνει θεωρητικά μοντέλα που έχουν δοκιμαστεί στο εξωτερικό (η κριτική για την έννοια του έθνους π.χ.) και τα εφαρμόζει ως τυφλοσούρτη, χωρίς να τα προσαρμόσει στην ελληνική πραγματικότητα.

    Αντί δηλαδή να ασκούν κριτική στην έννοια του έθνους, προτιμότερο θα ήταν να αναγνωρίσουν την ιστορική σημασία αυτής της έννοιας στην Ελλάδα και να κριτικάρουν την παρουσίασή της στα σχολικά βιβλία: αν κινείται δηλαδή προς συντηρητική κατεύθυνση (ξενοφοβία, μισαλλοδοξία, απομονωτισμός) ή προς προοδευτική (επικοινωνία με τα άλλα έθνη, αλληλεπίδραση). Και όλα αυτά στα πλαίσια του αρχαιοελληνικού (δυτικού) πολιτισμού και των αξιών του Διαφωτισμού, στους οποίους πρέπει να δώσουμε εξέχουσα θέση στον διεθνικό διάλογο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

LinkWithin

Related Posts with Thumbnails